Στην έκδοση 7ετούς κοινοπρακτικού ομολόγου προχώρησε η κυβέρνηση, προκειμένου να αντλησει 5 δισ. ευρώ. Είναι το πρώτο κρίσιμο τεστ μετά τη συμφωνία της συνόδου κορυφής και η Ελλάδα επιχειρεί να στείλει το μήνυμα ότι μπορεί να έχει πρόσβαση στις αγορές.
Στην πιο σημαντική έκδοση ομολόγου των τελευταίων ετών προχώρησε τη Μ. Δευτέρα η κυβέρνηση, θέλοντας να δοκιμάσει την επίπτωση της συμφωνίας της συνόδου κορυφής στις κεφαλαιαγορές. Η υποδοχή στην έκδοση του 7ετούς ομολόγου, με το οποίο το ελληνικό Δημόσιο ζητούσε 5 δισ. ευρώ, κρίνεται μάλλον χλιαρή.
Οι προσφορές έφθασαν τα 7 δισ. ευρώ, ποσό σαφώς χαμηλότερο από τα 16 δισ. της προηγούμενης δημοπρασίας, με επιτόκιο αρκετά υψηλό, καθώς διαμορφώνεται στην περιοχή του 6%, ενώ μέχρι την τελευταία στιγμή γίνονταν παζάρια προκειμένου η τιμολόγηση να κλείσει τελικά κάτω από το ψυχολογικό όριο του 6%, στα επίπεδα του 5,96% -5,98%.
Οι επιτελείς του ΟΔΔΗΧ, πάντως δηλώνουν ικανοποιημένοι, καθώς Ελλάδα έστειλε το μήνυμα ότι έχει πρόσβαση στον δανεισμό, η έκδοση υπερκαλύφθηκε σε μια αγορά που λειτουργεί υποτονικά ενόψει Πάσχα, ενώ η τιμολόγηση ήταν αποδεκτή από το Δημόσιο.
Αγοραστές του ομολόγου ήταν κυρίως κεφάλαια του εξωτερικού, από Γαλλία, Ελβετία, Γερμανία και Ολλανδία, που κάλυψαν το 65% της προσφοράς. Πρόκειται για ασφαλιστικές εταιρείες, αλλά και κεντρικές τράπεζες.
Η εκτίμηση της κυβέρνησης είναι ότι τα επιτόκια δανεισμού της χώρας θα υποχωρήσουν σταδιακά. Πάντως, το υψηλό κόστος δανεισμού προβληματίζει το οικονομικό επιτελείο. Όπως δήλωσε ο υφυπουργός Οικονομικών Φίλιππος Σαχινίδης, μιλώντας στην εκπομπή “Κοινωνία Ώρα ΜEGA”, εάν τα επιτόκια δεν υποχωρήσουν σύντομα, κινδυνεύει να χαθεί το δημοσιονομικό όφελος των μέτρων.
Μετά την έκδοση, τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου ανέρχονται σε 12 δισ. ευρώ, ενώ μέχρι το τέλος Μαϊου το οικονομικό επιτελείο θα πρέπει να αναζητήσει δάνεια ύψους 10,5 δισ. ευρώ.
Μετά το Δημόσιο, σειρά παίρνουν οι ελληνικές τράπεζες, καθώς τη Μ. Τρίτη και Μ. Τετάρτη πραγματοποιείται η 6μηνη δημοπρασία της ΕΚΤ, κατά την οποία οι ελληνικές τράπεζες αναμένεται να αντλήσουν ρευστότητα ύψους περίπου 20 δισ. ευρώ.