Εισήγηση-"φωτιά" για το μεγάλο έλλειμμα στο ταμείο πρόνοιας των δημοσίων υπαλλήλων προς τους υπουργούς Εργασίας και Οικονομικών από ανώτατα στελέχη του πρώτου. Συγκεκριμένα, προτείνεται η επιβολή της ειδικής εισφοράς του 4% και στους συμβασιούχους.
Εισήγηση-“φωτιά” για το μεγάλο έλλειμμα στο ταμείο Πρόνοιας των δημοσίων υπαλλήλων προς τους υπουργούς Εργασίας και Οικονομικών από ανώτατα στελέχη του πρώτου.
Συγκεκριμένα, προτείνεται η ειδική εισφορά του 4% επί των μικτών αποδοχών, η οποία σήμερα παρακρατείται για τους μονιμους υπαλληλους του Δημοσίου, να καταβάλλεται από αρχές του χρόνου και από τους 54.000 συμβασιούχους αορίστου χρόνου.
Η εισήγηση αυτή, την οποία εξετάζει με περίσκεψη το υπουργείο Οικονομικών, υποβλήθηκε ώστε να μπορέσει το υπερχρεωμένο κατά 1,5 δισ. ευρώ ταμείο πρόνοιας των υπαλλήλων να χορηγεί πολύ συντομότερα το εξάπαξ στους δικαιούχους του.
Σήμερα, στο ταμείο πρόνοιας εκκρεμούν 20.000 αιτήσεις υπαλλήλων για καταβολή εφάπαξ, αλλά το ταμείο λόγω των χρεών του αδυνατεί να το χορηγήσει άμεσα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι για όποιον δημόσιο υπάλληλο υποβάλει σήμερα αίτηση για την είσπραξη του εφάπαξ απαιτούνται μέχρι και τέσσερα χρόνια αναμονής για να το λάβει.
Όμως, εκτός από τους συμβασιούχους αορίστου χρόνου στην εισήγηση προτείνεται να επιβληθεί εισφορά 3% επί των επιδομάτων τους στους 626.000 μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους πέραν του 4% που καταβάλουν σήμερα επί των μικτών αποδοχών τους.
Αυτό σημαίνει ότι εκτός της περικοπής κατά 20% που είχαν εφέτος τα περισσότερα επιδόματά τους θα επιβαρυνθούν με ένα άλλο 3%.
Με το δεδομένο ότι τα επιδόματα στο Δημόσιο κυμαίνονται από 300 έως 1.200 ευρώ μηνιαίως, η επιπλέον εισφορά για το ταμείο πρόνοιας θα είναι για τους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους από 9 έως 36 ευρώ το μήνα.
Την εισφορά του 3% επί των επιδομάτων τους θα καταβάλουν, εάν γίνει αποδεκτή η εισήγηση, και οι συμβασιούχοι αορίστου χρόνου πέραν του 4% επί των μικτών αποδοχών τους, έτσι ώστε να μπορούν με τη συνταξιοδότησή τους να λαμβάνουν και οι ίδιοι εφάπαξ.
Σήμερα, τα επιδόματα στο Δημόσιο αντιστοιχούν κατά κανόνα στο 40% των μικτών αποδοχών μόνιμων υπαλλήλων και αορίστου χρόνου συμβασιούχων, καθώς το υπόλοιπο 60% αποτελεί τον βασικό μισθό.