Η ραγδαία αύξηση των κρουσμάτων της Νέας Γρίπης έθεσε σε ετοιμότητα, κατόπιν εντολής του Ανδρέα Λοβέρδου, στρατιωτικά νοσοκομεία και ιδιωτικές κλινικές, ώστε να μπορέσουν να νοσηλευτούν εκεί ασθενείς σε περίπτωση ανάγκης.
Σε επιφυλακή έχουν τεθεί όλες οι υγειονομικές υπηρεσίες της χώρας, λόγω της ραγδαίας αύξησης των κρουσμάτων της Νέας Γρίπης, η κορύφωση της οποίας, σύμφωνα με τους επιστήμονες, αναμένεται μέχρι το τέλος του μήνα.
Η κατάσταση στα νοσοκομεία του ΕΣΥ είναι οριακή και ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Λοβέρδος ζήτησε να τεθούν σε ετοιμότητα οι μονάδες εντατικής θεραπείας σε στρατιωτικά και ιδιωτικά νοσοκομεία.
"Πρέπει -υποστήριξε ο κ. Λοβέρδος- να εξασφαλίσουμε ότι η επιχειρησιακή δυνατότητα του ελληνικού δημοσίου θα είναι αυτή που πρέπει και κανένας άνθρωπος που θα έχει την ανάγκη της προστασίας της υγείας του από το θέμα της γρίπης, θα μείνει απροστάτευτος".
Οι νεκροί στη χώρα μας από τον ιό Η1Ν1 έφθασαν τους 62 -ανάμεσα τους και ένα 14χρονο κορίτσι – τη στιγμή που σε 9 ευρωπαϊκές χώρες έχουν δηλωθεί συνολικά από τον Οκτώβριο μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου 154 θάνατοι.
Μέχρι στιγμής, 208 άτομα χρειάστηκε να νοσηλευθούν στις μονάδες εντατικής θεραπείας, τα οποία στην πλειοψηφία τους ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες. Τα 110 εξ' αυτών εξακολουθούν να νοσηλεύονται.
Ο ιός της Νέας Γρίπης προτιμά κυρίως τις ηλικίες μεταξύ 30 και 65 ετών, αλλά και τους άνδρες που είναι το 56% των νοσηλευθέντων στις μονάδες εντατικής θεραπείας, όπως αναφέρει ο υπεύθυνος του τμήματος επιδημιολογικής επιτήρησης του ΚΕΕΛΠΝΟ Στέφανος Μπονόβας.
Οι επιστήμονες του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων καλούν γιατρούς και πολίτες να βρίσκονται σε εγρήγορση και να προχωρούν άμεσα σε χορήγηση και λήψη των κατάλληλων αντιικών φαρμάκων, με βάση την κλινική εικόνα του ασθενούς χωρίς να περιμένουν τα αποτελέσματα του τεστ.
Οι ομάδες υψηλού κινδύνου μπορούν να εμβολιαστούν ακόμη και τώρα, σύμφωνα με την πρόεδρο του ΚΕΕΛΠΝΟ, Τζένη Κρεμαστινού.
Τα υψηλά ποσοστά των κρουσμάτων στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες χώρες αποδίδονται στα πολύ χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού, ο οποίος κυμαίνεται εφέτος κοντά στο 3% ακόμη και σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό.