"Βαρύ" θα είναι το επόμενο εξάμηνο για εκατομμύρια φορολογούμενους, που θα κληθούν να πληρώσουν 11 δισ. ευρώ φόρους. Μισθωτοί, συνταξιούχοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και ιδιοκτήτες ακινήτων, θα δοκιμάσουν τα... όρια των αντοχών τους
"Βαρύ" θα είναι το επόμενο εξάμηνο για εκατομμύρια φορολογούμενους, που θα κληθούν να πληρώσουν 11 δισ. ευρώ φόρους. Μισθωτοί, συνταξιούχοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και ιδιοκτήτες ακινήτων, θα δοκιμάσουν τα… όρια των αντοχών τους καθώς πριν συμπληρωθούν οι πρώτοι έξι μήνες είχαν καταβληθεί φόροι περίπου 2 δισ ευρώ.
Από το φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων το υπουργείο Οικονομικών έχει υπολογίσει συνολικά 6,334 δισ. ευρώ, από την έκτακτη εισφορά άλλο 1,178 δισ. ευρώ, από το Τέλος Επιτηδεύματος 227,7 εκατ. ευρώ, από το Φόρο Πολυτελείας 141 εκατ. ευρώ.
Έως τώρα οι φορολογούμενοι έχουν πληρώσει πάνω από 1 δισ. ευρώ και μέσα στους επόμενους έξι μήνες, με το βαρυφορτωμένο εκκαθαριστικό θα πρέπει να πληρώσουν άλλα 6,858 δισ. ευρώ, δηλαδή 2,286 δισ. ευρώ ανά δίμηνο.
Από τον Ιούλιο θα αρχίσουν να "τρέχουν" και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το νέο Φόρο Ακινήτων, με φόντο τα στοιχεία της Κομισιόν που δείχνουν ότι στη διετία 2010- 2012 το "βάρος" στην ιδιοκτησία ακινήτων αυξήθηκε κατά περίπου 1 μονάδα του ΑΕΠ. Έως τώρα έχουν πληρωθεί για Έκτακτο Τέλος και ΦΑΠ περίπου 995 εκατ. ευρώ, ενώ στο δεύτερο εξάμηνο θα πρέπει να εξοφληθεί ο Ενιαίος Φόρος απ' τον οποίο προσδοκώνται 2,650 δισ ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι κάθε μήνα θα πρέπει να μπαίνουν στα ταμεία του Δημοσίου περίπου 440 εκατ. ευρώ
Το… κερασάκι στην τούρτα των επιβαρύνσεων είναι τα Τέλη Κυκλοφορίας του 2015, τα οποία υπολογίζονται στο 1 δισ. ευρώ 53 εκατ. ευρώ και θα πρέπει να εξοφληθούν στο δίμηνο Νοεμβρίου- Δεκεμβρίου.
Με αυτά τα δεδομένα το οικονομικό επιτελείο ετοιμάζεται να διαπραγματευθεί με την τρόικα τη βελτίωση των όρων υπαγωγής στην πάγια ρύθμιση οφειλών, με πρόσθετο επιχείρημα ότι η ρύθμιση ως έχει δεν αποδίδει τα προσδοκώμενα. Μεταξύ άλλων επί τάπητος θα τεθεί η αύξηση του αριθμού των δόσεων έως 48 αντί 12, που ισχύει σήμερα, η μείωση του επιτοκίου, το οποίο χαρακτηρίζεται υψηλό, η κατάργηση της υποχρέωσης εμπράγματων εγγυήσεων.