Εισήγηση ΣΤ' τμήματος του ΣτΕ έκρινε ότι πρέπει να απορριφθούν οι προσφυγές μελών του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού και συγκεκριμένα τριών καθηγητών που ζητούσαν να κηρυχθούν αντισυνταγματικές οι αναδρομικές από 1/8/12 μειώσεις που επέφερε στις αποδοχές τους ο νόμος 4093.
Εισήγηση ΣΤ' τμήματος του ΣτΕ έκρινε ότι πρέπει να απορριφθούν οι προσφυγές μελών του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού και συγκεκριμένα τριών καθηγητών που ζητούσαν να κηρυχθούν αντισυνταγματικές οι αναδρομικές από 1/8/12 μειώσεις που επέφερε στις αποδοχές τους ο νόμος 4093.
Οι καθηγητές υποστήριξαν ότι οι αποδοχές τους μετά και τις μειώσεις προγενέστερων νόμων δεν επαρκούν για την άσκηση των ακαδημαϊκών τους καθηκόντων αλλά και για έξοδα της διαβίωσής τους.
Το τμήμα όμως απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς κρίνοντας ότι δεν παραβιάζονται οι διατάξεις τους Συντάγματος που κατοχυρώνουν την ισότητα, την αναλογικότητα και την αξιοκρατία.
Δέχθηκε όμως ότι ενώ η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην ολομέλεια λόγω σπουδαιότητας.
Το ΣτΕ δέχεται ότι οι μειώσεις έγιναν για λόγους δημοσίου συμφέροντος λόγω της οικονομικής κρίσης και ότι το Σύνταγμα επιτάσσεις ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση για τα μέλη ΔΕΠ λόγω της φύσης των καθηκόντων τους.
Ωστόσο, ο χαρακτηρισμός τους ως δημοσίων λειτουργών και η υποχρέωση ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης -επισημαίνει το τμήμα του ΣτΕ- δεν επιβάλλει την μισθολογική εξομοίωσή τους με τους δικαστικούς λειτουργούς ή άλλες κατηγορίες συνδεδεμένες με τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας όπως οι στρατιωτικοί. Σε κάθε περίπτωση, τον τελικό λόγο θα έχει η ολομέλεια.