Έχασε τη γυναίκα του από κορωνοϊό, προσβλήθηκε ο ίδιος, αλλά τελικά σώθηκε, αφού υποβλήθηκε σε θεραπεία με έγχυση πλάσματος. Ο Χρυσόστομος Κανακάρης μιλάει στο MEGA για την περιπέτειά του, θυμάται με θλίψη τον χαμό της γυναίκας του, και ευχαριστεί τους γιατρούς και τους νοσηλευτές που τον κράτησαν στη ζωή.
40 χρόνια κοινής ζωής διακόπηκαν απότομα όταν ο κορωνοϊός χτύπησε το ζεύγος Κανακάρη τον Μάιο. Εκείνη με σοβαρό υποκείμενο νόσημα, μεταφέρθηκε στο ΝΙΜΙΤΣ, και εκείνος λίγες δύο μέρες αργότερα στο Αττικό. Με αγωνία περίμενε ο ένας το τηλεφώνημα του άλλου.
«Κυριακή πρωί μιλήσαμε, Κυριακή μεσημέρι δεν απαντούσε. Της έστειλα μήνυμα δεν το διάβασε, της έστειλαν τα παιδιά, τίποτα. Την χτύπησε στον πνεύμονα. Μέσα σε 16 ώρες ‘έφυγε’. Ο κορωνοϊός, μας κατέστρεψε, εγώ δεν νομίζω ότι θα το ξεπεράσω ποτέ», δηλώνει συγκινημένος ο σύζυγος.
Η απώλεια της 58χρονης συζύγου του τον βρίσκει στον θάλαμο αρνητικής πίεσης στο Αττικό, να παλεύει με τα συμπτώματα της νόσου.
Η σωτήρια θεραπεία με πλάσμα
Ένα πρόβλημα στην καρδιά περιορίζει τις επιλογές των γιατρών για τη θεραπεία του. Έως ότου του προτείνουν τη χορήγηση πλάσματος από ασθενή που έχει θεραπευτεί από τη νόσο.
«Πήρα την πρώτη δόση, στην δεύτερη άρχισαν τα πράγμα να πηγαίνουν καλύτερα».
14 μέρες στο νοσοκομείο, έβλεπε γιατρούς και νοσηλευτές να δίνουν μάχη για να τον σώσουν. Έφυγε, χωρίς όμως να δει ποτέ τα πρόσωπα πίσω από τις μάσκες.
«Δεν τους έχω δει, δεν ξέρω ποιος με έσωσε, στο εξωτερικό κρεμούσαν τις φωτογραφίες τους».
Το στίγμα του ιού
Το εξιτήριο του Χρυσόστομου Κανακάρη όμως δεν τον απάλλαξε από τον κορωνοϊό. Αν και υγιής πλέον, για τους άλλους είναι ακόμη εκείνος που έχει τον ιό.
«Αλλάζουν πεζοδρόμιο. Μόνο σκόρδα και σταυρό δεν με κρεμάνε. Να βλέπεις γνωστούς να μη σου μιλάνε από φόβο».
Τις τελευταίες μέρες βλέπει και πάλι τον ύπουλο εχθρό να επανέρχεται. Έχοντας ζήσει κάθε συνέπεια της πανδημίας, απευθύνει έκκληση σε όσους δεν τηρούν τα μέτρα και κυρίως στους νέους ανθρώπους.
«Ας προσέξουμε, ένα καλοκαίρι είναι».