Ένα παχύ, γλοιώδες στρώμα της λεγόμενης «θαλάσσιας βλέννας» εξαπλώνεται στη Θάλασσα του Μαρμαρά στα νότια της Κωνσταντινούπολης, δημιουργώντας απειλή για τη θαλάσσια ζωή αλλά και την αλιευτική βιομηχανία.
Λιμάνια, ακτογραμμές και θαλάσσια τμήματα έχουν καλυφθεί με αυτήν την παχύρρευστη γκρι ουσία, ποσότητα της οποίας έχει βυθιστεί και κάτω από τα κύματα, καταστρέφοντας τη ζωή στον πυθμένα της θάλασσας.
Οι επιστήμονες λένε ότι η κλιματική αλλαγή και η ρύπανση έχουν συμβάλει στον πολλαπλασιασμό της οργανικής ύλης στο σημείο, η οποία περιέχει μια μεγάλη ποικιλία μικροοργανισμών και μπορεί να ανθίσει όταν υπάρχουν πλούσια σε θρεπτικά στοιχεία συστατικά στο θαλασσινό νερό.
Μιλώντας στην «Κοινωνία Ώρα MEGA», ο Δημοσθένης Σαρηγιάννης, καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής, σημείωσε ότι η συγκεκριμένη γλίτσα οφείλεται στην υπερανάπτυξη του φυτοπλαγκτόν «λόγω ευτροφισμού ανθρωπογενούς ρύπανσης από αστικά, βιομηχανικά, οικιακά λύματα ελλιπώς επεξεργασμένα».
Η ρύπανση αυτή, σε συνδυασμό με την άνοδο της θερμοκρασίας της θάλασσας, αποτελεί «τροφή» για το φυτοπλαγκτόν το οποίο αναπτύσσεται ανεξέλεγκτα και μπορεί να αποβεί μοιραίο για άλλους θαλάσσιους οργανισμούς.
«Ο λόγος που το βλέπουμε εκεί, είναι επειδή είναι ήρεμες θάλασσες, υπάρχει η δυνατότητα να αναπτυχθεί πολύ καλά, δεν έχει ρεύματα. Για να αναπτυχθεί, χρησιμοποιεί το οξυγόνο, κάτι που είναι μεγάλο χτύπημα στην αλιεία και στη θαλάσσια ζωή», καθώς πολλά ψάρια μετά το πέρας του φαινομένου εμφανίζονται στην επιφάνεια νεκρά.
Σχετικά με τη μεταφορά της γλίτσας στο Αιγαίο, ο καθηγητής σημείωσε ότι είναι ελάχιστη με τέτοια πιθανότητα, καθώς «στο διάστημα από 10 μέρες μέχρι μερικές εβδομάδες θα αρχίσει να υποχωρεί γιατί θα κάνει τον βιολογικό του κύκλο».
«Οι μονάδες επεξεργασίας λυμάτων» είναι σύμφωνα με τον κ. Σαρηγιάννη η λύση για την αποφυγή τέτοιων περιστατικών στο μέλλον, τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν επικουρικά στην ανάπτυξη λοιμωδών νόσων.
«Λειτουργεί σαν υπόστρωμα για ιούς», κατέληξε ο καθηγητής.