Για «ήττα μιας πολιτείας που δεν μπόρεσε να αποτρέψει μια «μεγάλη καταστροφή»» έκανε λόγο ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Αλέξης Τσίπρας, σε συνέντευξη Τύπου που παραχωρεί αυτήν την ώρα για τις πυρκαγιές, ενώ χαρακτήρισε «εγκληματική» την ευθύνη της κυβέρνησης, η οποία αγνόησε τις προειδοποιήσεις.
«Η χώρα μας βιώνει μια μεγάλη καταστροφή. Οι ώρες της συμφοράς που ζούμε είναι ώρες αλήθειας. Οφείλουμε όλοι μας, και πρώτα η κυβέρνηση, να δούμε κατάματα την τραγωδία και να αναμετρηθούμε με τις αιτίες της», ανέφερε στην έναρξη της ομιλίας του.
«Να αναμετρηθούμε με την απελπισία, την αγανάκτηση και την οργή όσων αισθάνονται αβοήθητοι ενώ χάνονται τα σπίτια, και το βιός τους. Να αναμετρηθούμε με την ήττα μιας πολιτείας που δεν μπόρεσε να την αποτρέψει. Να αναμετρηθούμε με τη δύσκολη επόμενη μέρα και τα μέτρα για την επούλωση των πληγών. Υλικών, αλλά και ηθικών. Και να μην κρυφτούμε πίσω από επικοινωνιακά τεχνάσματα, προσχηματικές και ανέξοδες συγνώμες», πρόσθεσε ο κ. Τσίπρας, τονίζοντας ότι σήμερα προέχει «να συμβάλλουμε για να γίνει η οργή δύναμη αλλαγής», «ώστε όσοι είδαν το σπίτι και τη ζωή τους να καίγονται, να μην αφεθούν εγκαταλειμμένοι στην απελπισία».
«Η κλιματική αλλαγή είναι αναμφίβολα μια ζώσα και άκρως επικίνδυνη πραγματικότητα. Δεν μπορεί, όμως, να αποτελεί δικαιολογία», σημείωσε. «Αντιθέτως, η επίγνωσή της μας προσθέτει το βάρος να προετοιμαστούμε σε βάθος, για την αντιμετώπισή των ακραίων φαινομένων, που από εδώ και στο εξής θα είναι συχνά», συμπλήρωσε, επισημαίνοντας ότι η κυβέρνηση «δεν μπορεί να επικαλεστεί την κλιματική αλλαγή ως δικαιολογία».
«Γιατί αγνόησε τις προειδοποιήσεις μας, όπως και τις προειδοποιήσεις των επιστημόνων. Ακόμα χειρότερα, αγνόησε τα σχέδια που της παραδώσαμε. Κι αυτή είναι ίσως η πιο σοβαρή και εγκληματική ευθύνη, που πρέπει να της καταλογιστεί», υπογράμμισε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ.
Η εισαγωγική τοποθέτηση του Αλέξη Τσίπρα:
Η χώρα μας βιώνει μια μεγάλη καταστροφή. Οι ώρες της συμφοράς που ζούμε είναι ώρες αλήθειας. Οφείλουμε όλοι μας, και πρώτα η κυβέρνηση, να δούμε κατάματα την τραγωδία και να αναμετρηθούμε με τις αιτίες της.
Να αναμετρηθούμε με την απελπισία, την αγανάκτηση και την οργή όσων αισθάνονται αβοήθητοι ενώ χάνονται τα σπίτια, και το βιός τους.
Να αναμετρηθούμε με την ήττα μιας πολιτείας που δεν μπόρεσε να την αποτρέψει. Να αναμετρηθούμε με τη δύσκολη επόμενη μέρα και τα μέτρα για την επούλωση των πληγών.
Υλικών, αλλά και ηθικών. Και να μην κρυφτούμε πίσω από επικοινωνιακά τεχνάσματα, προσχηματικές και ανέξοδες συγνώμες. Θέλω να το κάνω σαφές εξαρχής.
Αυτή είναι η έγνοια μας σήμερα. Να συμβάλλουμε για να γίνει η οργή δύναμη αλλαγής. Να συμβάλλουμε ώστε όσοι είδαν το σπίτι και τη ζωή τους να καίγονται, να μην αφεθούν εγκαταλειμμένοι στην απελπισία. Και να θωρακίσουμε το αύριο, δικό μας, και των παιδιών μας.
Η κλιματική αλλαγή είναι μια ζώσα και άκρως επικίνδυνη πραγματικότητα. Δε μπορεί όμως να αποτελεί δικαιολογία.Αντιθέτως η επίγνωσή της μας προσθέτει το βάρος να προετοιμαστούμε σε βάθος, για την αντιμετώπισή των ακραίων φαινομένων, που από εδώ και στο εξής θα είναι συχνά.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δε μπορεί να την επικαλείται ως δικαιολογία. Γιατί αγνόησε τις προειδοποιήσεις μας, όπως και τις προειδοποιήσεις των επιστημόνων. Ακόμα χειρότερα, αγνόησε τα σχέδια που της παραδώσαμε. Κι αυτή είναι ίσως η πιο σοβαρή και εγκληματική ευθύνη, που πρέπει να της καταλογιστεί.
Θέλω να μου επιτρέψετε μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν. Το καλοκαίρι του 18, αμέσως μετά τη καταστροφική και φονική πυρκαγιά στο Μάτι, ζήτησα τη συνδρομή του καθηγητή Γκολντάμερ, πρόεδρου του Διεθνούς Παρατηρητηρίου για τις πυρκαγιές στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ. Του ζήτησα να είναι επικεφαλής μιας ανεξάρτητες επιστημονικής επιτροπής, που θα συντάξει ένα πόρισμα, εντοπίζοντας τις αδυναμίες, ώστε να αντιμετωπίζουμε αποτελεσματικά τις δασικές πυρκαγιές. Ο καθηγητής Γκολντάμερ μου έθεσε ως προϋπόθεση να έχει τη συναίνεση και του τότε Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, του κου Μητσοτάκη, προκειμένου να είναι βέβαιος ότι δε θα ετοιμάσει κάτι που θα αμφισβητηθεί, ή δεν θα αξιοποιηθεί σε περίπτωση αλλαγής της κυβέρνησης. Συμφώνησα, μαζί του. Και τελικά συμφώνησε και ο κος Μητσοτάκης.
Τον Φλεβάρη του 19 η Επιτροπή, μας παρέδωσε το πολυσέλιδο πόρισμά της. Τον Απρίλη του 19 ο καθηγητής Ξανθόπουλος, εκ μέρους της Επιτροπής, το παρουσίασε στην κοινή συνεδρίαση των επιτροπών περιβάλλοντος και θεσμών και διαφάνειας, της Βουλής.
Θέλω να μου επιτρέψετε μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν. Το καλοκαίρι του 18, αμέσως μετά τη καταστροφική και φονική πυρκαγιά στο Μάτι, ζήτησα τη συνδρομή του καθηγητή Γκολντάμερ, πρόεδρου του Διεθνούς Παρατηρητηρίου για τις πυρκαγιές στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ.
Του ζήτησα να είναι επικεφαλής μιας ανεξάρτητες επιστημονικής επιτροπής, που θα συντάξει ένα πόρισμα, εντοπίζοντας τις αδυναμίες, ώστε να αντιμετωπίζουμε αποτελεσματικά τις δασικές πυρκαγιές.
Ο καθηγητής Γκολντάμερ μου έθεσε ως προϋπόθεση να έχει τη συναίνεση και του τότε Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, του κου Μητσοτάκη, προκειμένου να είναι βέβαιος ότι δε θα ετοιμάσει κάτι που θα αμφισβητηθεί, ή δεν θα αξιοποιηθεί σε περίπτωση αλλαγής της κυβέρνησης.
Συμφώνησα, μαζί του. Και τελικά συμφώνησε και ο κος Μητσοτάκης. Τον Φλεβάρη του 19 η Επιτροπή, μας παρέδωσε το πολυσέλιδο πόρισμά της. Τον Απρίλη του 19 ο καθηγητής Ξανθόπουλος, εκ μέρους της Επιτροπής, το παρουσίασε στην κοινή συνεδρίαση των επιτροπών περιβάλλοντος και θεσμών και διαφάνειας, της Βουλής. Υπήρξε διακομματική αποδοχή.
Και κατόπιν εντολής μου, προχωρήσαμε στα πρώτα βήματα υλοποίησης όσων το πόρισμα προβλέπει, εκκινώντας από την προετοιμασία μιας μεγάλη διοικητικής μεταρρύθμισης για την αναδιοργάνωση του συστήματος διαχείρισης εκτάκτων αναγκών και την αντικατάσταση της περίφημης «Πολιτικής Προστασίας», από μια σύγχρονη δομή, έναν Ενιαίο Φορέα διαχείρισης των έκτακτων αναγκών – με λειτουργική, επιχειρησιακή και επιστημονική αναβάθμιση σε σχέση με τα όσα ίσχυαν ως τότε. Αυτό ήταν ένα σχέδιο ριζικής μεταρρύθμισης που κατέληξε στην πρόταση για την ίδρυση Εθνικής Αρχής Πολιτικής Προστασίας και Ανθεκτικότητας. Για να καταλήξουμε σε αυτό αναλύθηκαν σε βάθος μοντέλα χωρών με εμπειρία στον τομέα πολιτικής προστασίας, όπως των ΗΠΑ και της Αυστραλίας.
Ενώ για την τεχνολογική και υλικοτεχνική υποστήριξη του νέου Οργανισμού, είχαμε δεσμεύσει πόρους από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, καθώς και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι εκλογές επισπεύστηκαν, η κυβέρνηση άλλαξε. Το σχέδιο ματαιώθηκε από τη νέα κυβέρνηση. Ωστόσο, το Νοέμβρη του 19, καταθέσαμε στη Βουλή το πλήρες σχέδιο με τη μορφή πρότασης νόμου. Την οποία επίσης η κυβέρνηση της ΝΔ αγνόησε. Όπως αγνόησε επιδεικτικά και το ίδιο το πόρισμα Γκολντάμερ. Τα άφησε όλα θαμμένα στο συρτάρι.
Την ίδια τύχη είχαν και η Εθνική Στρατηγική για τα Δάση, οι προσλήψεις στις δασικές υπηρεσίες που πάγωσε, το κοινωφελές πρόγραμμα δασοπροστασίας, η αξιοποίηση των κονδυλίων της Πολιτικής Πρόληψης Δασικών Πυρκαγιών, με αποτέλεσμα τη σώρευση καύσιμης ύλης στα δάση, οι δασικοί χάρτες που ακυρώθηκαν.
Το μόνο που έκανε ήταν να διατηρήσει την παρωχημένη και όπως αποδείχτηκε αναποτελεσματική δομή της Πολιτικής Προστασίας, απλά αναβαθμίζοντας σε υφυπουργό τον επικεφαλής της, θέση για την οποία επέλεξε έναν πρώην δήμαρχο, κομματικό στέλεχος της ΝΔ. Και να ψηφίσει ένα νομοσχέδιο από το οποίο απουσιάζουν κρίσιμες παράμετροι του πορίσματος Γκολντάμερ, όπως η διαχείριση του δάσους, τα μέτρα πρόληψης, η αποκατάσταση των καμένων περιοχών, η αστική ανάπτυξη, η συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, η άρση της συναρμοδιότητας δεκάδων υπουργείων και φορέων για τη πρόληψη και την αντιμετώπιση των πυρκαγιών.
Το διαβόητο επιτελικό κράτος, στον πιο κρίσιμο τομέα που αφορά την ασφάλεια των πολιτών, αποδείχτηκε ξεχαρβαλωμένο και ελάχιστα επιτελικό. 45 συναρμόδιοι φορείς για τη πρόληψη μιας πυρκαγιάς. 17 φορείς και 6 υπουργεία για τη καταστολή.
Το πόρισμα Γκολντάμερ, βέβαια δεν πήγε εντελώς χαμένο.
Μπορεί να μην υιοθετήθηκε τελικά από την κυβέρνηση Μητσοτάκη αλλά υιοθετήθηκε και εφαρμόστηκε από τη κυβέρνηση της Πορτογαλίας, που επλήγη το ίδιο διάστημα από καταστροφικές πυρκαγιές, αλλά και από τον ΟΟΣΑ, καθώς και την 7η Διεθνή Διάσκεψη για τις Δασικές Πυρκαγιές. ¨Ένα πόρισμα που έγινε για εμάς, υιοθετήθηκε από άλλες χώρες και οργανισμούς και θάφτηκε από τη δική μας κυβέρνηση. Από εκεί εκκινεί η εγκληματική ευθύνη της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Τα όσα ζήσαμε τώρα ήταν απλά το χρονικό μιας προαναγγελθείσας τραγωδίας.
Ο πρώτος μεγάλος καύσωνας, αποκάλυψε τη γύμνια του κρατικού μηχανισμού.
Και δεν μπορούσε να είναι διαφορετικά: Με μηδενική δουλειά στην πρόληψη, Με τις ίδιες και ίσως χειρότερες εγγενείς αδυναμίες στον επιλτελικό σχεδιασμό.
Με τους ίδιους ανθρώπους που ελέγχονται από τη δικαιοσύνη για την πυρκαγιά στο Μάτι, αναβαθμισμένους σε κρίσιμες θέσεις τόσο στην Πολιτική ηγεσία όσο και στην Πυροσβεστική και την πολιτική προστασία. Και με λιγότερους άνδρες και γυναίκες στην πυροσβεστική, αφού προτιμήσαν να κάνουν κατ’ εξαίρεση 4.500 προσλήψεις αστυνομικών και όχι πυροσβεστών.
Έτσι, σε συνθήκες σχετικά χαμηλής έντασης ανέμων, κόντεψαν να καούν τα μισά Βόρεια προάστεια.
Η Ηλεία, η Μάνη και η Αρκαδία, δοκιμάστηκαν σκληρά. Ενώ η Βόρεια Εύβοια αφέθηκε στο έλεος της καταστροφής.
Οι κάτοικοί της έμειναν για μια βδομάδα να παλεύουν σχεδόν αβοήθητοι με τη φωτιά. Αφού η παρέμβαση τόσο επίγειων, όσο και εναέριων μονάδων ήταν, σύμφωνα με την καθολική τους μαρτυρία, από ελλιπής έως ανύπαρκτη. Οι ευθύνες, λοιπόν, της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι αυτονόητες και απαράγραπτες. Και έγιναν ακόμη μεγαλύτερες από την απαράδεκτη επικοινωνιακή διαχείριση της καταστροφής. Από τη προσπάθεια να κρύψουν ή να ωραιοποιήσουν τη πραγματικότητα.
Ακόμη ηχούν στα αυτιά όλων μας οι δηλώσεις για το πόσο υποδειγματικά λειτούργησε ο κρατικός μηχανισμός ενώ καιγόταν η μισή Ελλάδα.
Οι διαψεύσεις των πολιτών που έβλεπαν τη ζωή τους να γίνεται στάχτη και ζητούσαν βοήθεια από πυροσβεστικά αεροπλάνα, ότι δήθεν δε τα βλέπουν γιατί έχει καπνούς.
Αυτό μάλιστα επανέλαβε ο πρωθυπουργός και στο χτεσινό του διάγγελμα. Ή ο κυνισμός ότι η προστασία της ζωής, των υποδομών και της περιουσίας των πολιτών είναι απλά ένας ανέφικτος συνδυασμός.
Το μεγάλο όμως και κρίσιμο ζήτημα σήμερα, δεν είναι να μιλήσουμε για τα αυτονόητα. Τις βαρύτατες ευθύνες της κυβέρνησης.
Το μεγάλο και κρίσιμο ερώτημα είναι να δούμε τι κάνουμε τώρα. Πως επουλώνουμε τις βαθιές πληγές. Πως αντιμετωπίζουμε το αύριο.
Άποψή μου είναι ότι η χώρα για να συνέλθει χρειάζεται ενότητα, σχέδιο και αποφασιστικότητα. Το ανθρώπινο δράμα που ζουν χιλιάδες συμπολίτες μας, αλλά και όλη η κοινωνία μας, απαιτεί μια ελάχιστη συναίνεση σοβαρότητας. Και σεβασμού.
Τους ανθρώπους που επλήγησαν δεν τους αφορά μια άγονη πολιτική αντιπαράθεση πάνω στις στάχτες. Αντίθετα πιστεύω ότι αυτό θα φουντώσει την οργή τους.
Αυτό που έχει σήμερα νόημα είναι ο άμεσος σχεδιασμός και όσο αυτό είναι δυνατό η συνεννόηση για να επουλώσουμε τις πληγές. Συνεννόηση με τα θύματα της φωτιάς, με τους επιστημονικούς φορείς με τις επαγγελματικές και κοινωνικές οργανώσεις. Και συνεννόηση ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις.
Να ακούσουμε όσους δοκιμάστηκαν και δοκιμάζονται. Τους εθελοντές που διακινδύνευσαν τη ζωή τους. Εκείνους που αρνήθηκαν να φύγουν από τα σπίτια τους και τελικά τα έσωσαν.
Τη κοινωνία των πολιτών που οργανώνει ένα αξιοθαύμαστο κύμα αλληλεγγύης. Η κάθαρση μετά την τραγωδία είναι αναγκαία, αλλά δεν αρκεί. Το μαχαίρι στο κόκκαλο είναι αναγκαίο, αλλά δεν αρκεί.
Ως αξιωματική αντιπολίτευση έχουμε υποχρέωση να συμβάλουμε και στην επούλωση των πληγών, αλλά και στη θωράκιση της χώρας, για να μην ξαναζήσει παρόμοιας έκτασης τραγωδίες.
Αυτή είναι η ευθύνη μας. Και δική μου προσωπική ευθύνη είναι να μην ακολουθήσω το δρόμο της αντιπολίτευσης του κ. Μητσοτάκη και της ΝΔ στη δική μου κυβέρνηση, σε αντίστοιχα δύσκολες στιγμές. Και δεν θα το κάνω.
Για αυτό και σήμερα δε πρόκειται να ακολουθήσω την πεπατημένη ζητώντας παραιτήσεις.
Ακέραια την πολιτική ευθύνη τη φέρει ο πρωθυπουργός. Που κάποτε είχε πει ότι δεν υπάρχει ανάληψη ευθύνης χωρίς παραιτήσεις. Ας αναλάβει λοιπόν ο ίδιος το βάρος του επιμερισμού των ευθυνών και των παραιτήσεων. Θέτοντας όμως υπό κρίση, πρώτο τον εαυτό του.
Εμείς σήμερα ζητάμε το αυτονόητο: Να αναλάβει η κυβέρνηση τη πολιτική ευθύνη και να συνεννοηθεί με την αντιπολίτευση και τους επιστημονικούς φορείς για ένα πραγματικά εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης.
Καταθέτω λοιπόν σήμερα μια πρόταση 7 σημείων.
Προς τον ελληνικό λαό και την κυβέρνηση.
1) Να κηρυχθούν άμεσα αναδασωτέες όλες οι καμένες εκτάσεις, να απαγορευτεί κάθε αλλαγή χρήσης γης μέχρι να ολοκληρωθεί κατά προτεραιότητα ο χωρικός και πολεοδομικός σχεδιασμός στις περιοχές αυτές (τοπικά χωρικά σχέδια, δασικοί χάρτες, κτηματολόγιο). Να αποτρέψουμε κάθε είδος παρασιτικής λογικής.
2) Να εκπονηθεί σε συνεργασία με όλα τα κόμματα και επιστημονικούς φορείς Εθνικό Σχέδιο για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και των συνεπειών των φυσικών καταστροφών.
Το σχέδιο αυτό πρέπει να ενσωματώνει τη σύγχρονη επιστημονική γνώση και γι’ αυτό θα πρέπει να υπάρχει συνεχής συνεργασία και αλληλοτροφοδότηση με τα Πανεπιστήμια και τα Ερευνητικά Ινστιτούτα της χώρας αλλά και διεθνώς, να έχει ορίζοντα δεκαετίας, να αξιολογείται σε τακτά χρονικά διαστήματα, και να αναθεωρείται εφόσον χρειάζεται.
3) Να αξιοποιηθεί έστω και τώρα το πόρισμα Γκολντάμερ για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών με έμφαση στην πρόληψη και τη διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων με την ενεργό συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών.
4) Να υιοθετηθεί η ολοκληρωμένη πρόταση Νόμου που καταθέσαμε από το 19 για την ίδρυση Εθνικής Αρχής Πολιτικής Προστασίας και Ανθεκτικότητας που θα την στελεχώσουν πρόσωπα κοινής αποδοχής με συμφωνία να παραμείνουν τα ίδια ανεξαρτήτως κυβέρνησης.
Η πρόταση μεταξύ άλλων προβλέπει η νέα Αρχή να έχει ένα Μόνιμο και διαρκές Επιστημονικό Συμβούλιο από όλα τα ερευνητικά επιστημονικά ιδρύματα και δομές της χώρας που εμπλέκονται στην πρόβλεψη, τη μελέτη, την έρευνα και το πείραμα στον τομέα των φυσικών καταστροφών (Δημόκριτος, ΕΜΥ, Εθνικό Αστεροσκοπείο, ΕΛΚΕΘΕ, Ελληνικός Οργανισμός Διαστήματος, Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας, Ινστιτούτα Πανεπιστημίων και Πολυτεχνείων).
– Ένα Μόνιμο και διαρκές Επιτελείο Διοίκησης (με τη συμμετοχή όλων των επιχειρησιακών βραχιόνων, Πυροσβεστική, ΕΚΑΒ, ΕΛΑΣ, Λιμενικό, εθελοντικά σώματα, Δασική Υπηρεσία, Τεχνικές Υπηρεσίες και Διευθύνσεις του Υπ. Υποδομών) και με την εξουσιοδότηση να αξιοποιεί τις δυνατότητες, τα μέσα, το προσωπικό και την εμπειρία που διαθέτουν οι Ένοπλες Δυνάμεις στη διαχείριση εκτάκτων αναγκών και καταστάσεων.
– Την Κατάρτιση Εθνικού Συστήματος Διαχείρισης Εκτάκτων Αναγκών προκειμένου να αποτελέσει τον Εθνικό Οδηγό και το πρότυπο για τη διαχείριση εκτάκτων αναγκών στη χώρα, από το μικρότερο έως το υψηλότερο χωρικό επίπεδο.
5) Να εκπονηθούν Τοπικά Αναπτυξιακά Σχέδια για την Ανασυγκρότηση και Ανάπτυξη των περιοχών που έχουν πληγεί, με ιδιαίτερη έμφαση στο τοπικό παραγωγικό μοντέλο και ειδική μέριμνα για τη συγκράτηση του πληθυσμού και ιδιαίτερα των νέων στις περιοχές αυτές.
Η βόρεια Εύβοια μέχρι πριν λίγα 24ωρα ήταν ένα παράδεισος. Από αυτή την εβδομάδα, είναι τόπος αγωνίας.
Πώς, άραγε θα ζήσουν αυτοί οι συμπολίτες μας;
Πως θα τα καταφέρουν να βγάλουν τους επόμενους μήνες, τον ερχόμενο χειμώνα;
Σε ποια δουλειά θα δουλέψουν;
Πώς θα ξαναφτιάξουν τη ζωή τους;..
Αυτά τα ερωτήματα πλανιόνται πάνω από όλες τις περιοχές που κατέκαψαν οι πυρκαγιές.
Αυτό που χρειάζεται λοιπόν, είναι μια μεγάλη και άμεση παρέμβαση με φιλοδοξία την ανασυγκρότηση και ανάπτυξη κάθε περιοχής, που θα παίρνει υπόψη τα νέα δεδομένα.
Να σχεδιαστούν και να αρχίσουν να υλοποιούνται άμεσα τοπικά και περιφερειακά σχέδια ανασυγκρότησης και ανάπτυξης με δημόσιες επενδύσεις αλλά και σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα.
6) Να ανασχεδιασθεί η κατεύθυνση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί το Εθνικό Σχέδιο Αντιμετώπισης της Κλιματικής Αλλαγής και τα Τοπικά Σχέδια ανασυγκρότησης της Βόρειας Εύβοιας και των άλλων περιοχών που έχουν πληγεί.
7) Να εκπονηθεί άμεσα σχέδιο για αποζημιώσεις αλλά και για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας των πληττόμενων περιοχών.