Συγκλονίζουν οι ιστορίες μαρτυρίες ανθρώπων που ήρθαν αντιμέτωποι με την πύρινη λαίλαπα προκειμένου να σώσουν τις περιουσίες τους.
«Ξέρετε τι κάηκε; Τα όνειρά μου και η ελπίδα μου για ζωή. Δεν μου έμεινε τίποτα».
Στα 65 χρόνια ο κύριος Γιώργος Αποστόλου έχασε τα πάντα. Το σπίτι του, το πατρικό του, όπου μεγάλωσε τα παιδιά του.
«Είμαι από 10 χρονών ορφανός. Το έφτιαξα μόνος μου. Δεν έχω ελπίδα, ούτε θέληση για ζωή».
Περπατάει πάνω στα χαλάσματα. Ακούγεται ο ήχος από τα κεραμίδια. Κάποτε εκεί ήταν το κρεβάτι του, η κουζίνα, τα βιβλία, οι αναμνήσεις του.
Τώρα, κοιμάται με τη σύζυγό του στην αποθήκη, πάνω στα τελάρα για τα μελίσσια.
Τα παιδιά του ήρθαν για να τον δουν και τα έδιωξε. Δεν ήθελε να δουν το σπίτι όπου μεγάλωσαν, συντρίμμια.
«Έχω σταματήσει να ελπίζω».
Με τη βοήθεια της Παναγίας
Ο πατέρας Νικόλαος ανάβει ένα κερί, κάνει τον σταυρό του και φιλά την εικόνα της Παναγιάς.
Την ευχαριστεί γιατί είναι όλοι καλά, ζωντανοί. Όταν οι φωτιές κύκλωσαν τις Ροβιές, ο πατέρας Νικόλαος και η πρεσβυτέρα, με ένα λάστιχο κατέβρεχαν την περιοχή για να σώσουν το μικρό εκκλησάκι, το πνευματικό κέντρο και το σπίτι τους.
«Μας φωνάζαν να φύγω, δεν έφευγα εγώ. Καθόμουν μήπως μπορέσω να κάνω κάτι. Κα μετά ήρθε εδώ αυτό το μέτωπο. Δεν υπήρχε καμία βοήθεια, υπήρχε έλλειμα οργάνωσης».
Τους εκλιπαρούσαν να εγκαταλείψουν το χωριό αλλά εκείνοι πάλευαν μέχρι την τελευταία στιγμή. Η μάχη όμως ήταν άνιση.
«Ρίχναμε λίγο νεράκι για να κρατήσουμε τη φωτιά αλλά ήταν αδύνατον. Έκανε βουητό, έκανε αέρα η φωτιά. Και έφυγα για να σώσω την παπαδιά και το παιδί».
Σώθηκαν τη τελευταία στιγμή.
«Πήραμε τη μικρή με το αυτοκίνητο και τον σκύλο. Μας κύκλωσε η φωτιά ξανά. Ίσα που πρόλαβε ο πάτερ να κάνει πίσω το αυτοκίνητο να φύγουμε. Και το παιδί φώναζε ‘μπαμπά καιγόμαστε’», λέει η πρεσβυτέρα.
Η φωνή της κόρης τους να φωνάζει «καιγόμαστε» ηχεί ακόμη στα αυτιά τους. Τις νύχτες επιστρέφει σαν εφιάλτης, μαζί με τη φωτιά.
Η ελπίδα όμως δεν πέθανε ούτε την ύστατη στιγμή.
«Είχαμε την ελπίδα και την πίστη ότι οι άγιοι δε θα μας αφήσουν και το κτίριο θα μείνει ακέραιο».
Το εκκλησάκι, το πνευματικό κέντρο και το σπίτι τους σώθηκαν σαν από θαύμα. «Καήκαμε χωρίς λόγο. Ένα πολύ ωραίο μέρος. Αυτό που ζήσαμε εμείς να μην το ζήσει κανένας άλλος στον κόσμο».
Κι αφού σαν από θαύμα η φωτιά προσπέρασε το πνευματικό κέντρο του χωριού, αποφάσισαν εκεί να καταφεύγει όποιος έχει ανάγκη αλλά και όποιος θέλει να βοηθήσει.
«Το αποδίδω σε θαυμαστό γεγονός. Δεν βρίσκω λογική».
Συγκεντρώνουν τρόφιμα για όλους όσοι έχουν ανάγκη.