Κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας μεταφέρθηκε στο δικαστικό μέγαρο Ηρακλείου ο 27χρονος ρουμανικής υπηκοότητας που με την χρήση κυνηγετικής καραμπίνας, σκότωσε στο χωριό Πετροκεφάλι Ηρακλείου 39χρονο κτηνοτρόφο, στον οποίο εργαζόταν.
Στον χώρο έξω από τα δικαστήρια είχαν συγκεντρωθεί συγγενείς του θύματος, που άρχισαν να αποδοκιμάζουν τον καθ’ ομολογίαν δράστη, ενώ η μητέρα του 39χρονου υπέστη λιποθυμικό επεισόδιο στην είσοδο του μεγάρου. Ο 27χρονος δράστης συνελήφθη χθες από τις Αρχές και ομολόγησε ότι είναι αυτός που εκτέλεσε τον 39χρονο κτηνοτρόφο.
Στον Εισαγγελέα οδηγήθηκε και ένας 30χρονος συμπατριώτης του που κατονόμασε ο κατηγορούμενος ως το άτομο που του διέθεσε κυνηγετική καραμπίνα με την οποία και σκότωσε τον 39χρονο.
Σε βάρος του 27χρονου βασικού κατηγορούμενου, ο Εισαγγελέας άσκησε δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Επίσης, για παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία, αλλά και για ψευδή κατάθεση, με αφορμή τα όσα είπε στους αστυνομικούς του βράδυ του εγκλήματος.
Στον 30χρονο ομοεθνή του ασκήθηκε δίωξη για άμεση συνέργεια στην ανθρωποκτονία, παράνομη οπλοκατοχή και παραχώρηση της καραμπίνας σε τρίτο πρόσωπο που δεν είχε σχετική άδεια.
Όπως έγινε γνωστό και στους δύο θα οριστούν δικηγόροι, ενώ πήραν προθεσμία για να απολογηθούν στη 1.00 το μεσημέρι της Πέμπτης.
Οι δύο συλληφθέντες απομακρύνθηκαν από το Δικαστικό Μέγαρο από την πίσω πόρτα, προκειμένου να μην νέα υπάρξουν επεισόδια με τους συγγενείς του θύματος.
Ξεχειλίζει η οργή για τον δολοφόνο του 39χρονου – Η συζυγός του στο MEGA
«Κάναμε τη δουλειά μας όπως κάθε μέρα, αυτός είχε άλλες ασχολίες ο Νίκος γιατί είχα χαλάσει το αγροτικό μας αυτοκίνητο και είχε τον μηχανικό και τους βοηθούς του και φτιάχνανε το αυτοκίνητό μας και εμείς μέσα φτιάχναμε τα ζώα. Δεν είχανε δηλαδή να πεις ότι κάνανε εργασίες μαζί για να τσακωθούνε και να λογοφέρουνε ή να του φερθεί κακά που λέει. Ταϊσανε τα πρόβατα, φτιάξανε τα ζώα μας, ό,τι ήταν εκεί τέλος πάντων η δουλειά μας και βγήκενε έξω και κάτσανε, αυτος στο σπίτι του και εμείς στο δικό μας. Έφυγα πέντε λεπτά, ήταν δύο – τρία λεπτά που πήρα πίσω τηλέφωνο τον Νίκο να τον ρωτήσω αν χρειαζόμαστε να πάρω ντεπόν και το σήκωσε το παιδί μου και μου είπε: Μαμά έλα γιατί ο μπαμπάς μου πέθανε. Πήγα και βρήκα το παιδί μου σε σοκ, όχι σε σοκ, σε αμόκ, ούρλιαζε.
Δεν του χρωστούσε ούτε ένα ευρώ, ούτε ένα ευρώ. Ακόμα και για τις βόλτες του του έδινε λεφτά, ακόμα και για τα ρούχα του, τα κινητά του, τον πηγαινοέφερνε όπου ήθελε και δεν του έπαιρνε ούτε για το πετρέλαιο, τίποτα τίποτα. Τον κερνούσεμ του έλεγε ‘σήμερα θα σε κεράσω ένα μπουκάλι κρασί να πιεις’. Τι του είχε κάνει; Γιατί αφού του φερόταν άσχημα, αφού δεν το πλήρωνε, γιατί έκατσε πέντε χρόνια στη δουλειά και δεν έφευγε; Αφού δεν ήταν ευχαριστημένος γιατί δεν έφευγε;»