Εδώ και τέσσερα χρόνια επιστήμονες στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία ερευνούν μια πρωτοπόρα αιματολογική εξέταση που ευελπιστεί να εντοπίζει το ενδεχόμενο εκδήλωσης καρκίνου στον ανθρώπινο οργανισμό.
Ο καθηγητής Πίτερ Σασίνι ειδικός στην πρόληψη καρκίνου του King’s College, επικεφαλής της μεγαλύτερης κλινικής δοκιμής του τεστ μίλησε αποκλειστικά στο LIVE NEWS για το πως λειτουργεί η αιματολογική αυτή εξέταση.
«Μέσα στο αίμα υπάρχουν νεκρά κύτταρα. Όταν κύτταρα μέσα στο σώμα μας πεθαίνουν το κυκλοφορικό σύστημα λειτουργεί σαν σύστημα “αποβλήτων”. Το τεστ ψάχνει DNA που δεν είναι από τα κύτταρα αλλά από άλλα κύτταρα του σώματος που έχουν πεθάνει» τόνισε και πρόσθεσε: «Το τεστ αυτό αναρωτιέται εάν αυτά τα «κομμάτια» που πρέρχονται από καρκίνους έχουν διαφορές από τα «κομμάτια» που προέρχονται από υγιή κύτταρα που απλά πέθαναν».
Η εξέταση «Γκάλερι» αφού εντοπίσει τον εκάστοτε τύπο καρκίνου, δύναται να προσδιορίσει και το σημείο του σώματος από το οποίο προέρχεται.
«Μερικά ευρήματα είναι γενικά για τους καρκίνους και κάποια άλλα μπορούν να προσδιορίσουν οτι ο καρκίνος είναι εδώ ή εκει και υπάρχουν 50 διαφορετικά είδη καρκίνου που μπορούν να εντοπιστούν με ένα μόνο τεστ» συμπλήρωσε ο κ. Σασίνι.
Η αιματολογική εξέταση «Γκάλερι» φάνηκε να έχει ισχυρή προληπτική ικανότητα, διότι ανιχνεύει είδη καρκίνου που βρίσκονται σε σημεία που είναι δύσκολο να διαγνωστούν εγκαίρως. «Για τους καρκίνους που εντοπίζονται πιο εύκολα μπορούμε να εντοπίσουμε έως και το 70% πρώιμων καρκίνων και ελπίζουμε να λειτουργήσει σαν τεστ διάγνωσης έτσι ώστε να εντοπίζουμε τους καρκίνους νωρίτερα και αρκετά νωρίς έτσι ώστε να είναι πιο αποδοτική η θεραπεία» πρόσθεσε ο καθηγητής.
«Αν καταφέρουμε να εντοπίσουμε καρκίνους έξι μήνες ή ένα χρόνο νωρίτερα αυτό θα έκανε μεγάλη διαφορά» υπογράμμισε ο επικεφαλής αυτού του προγράμματος.
Αν και οι έρευνες αναμένεται να χρειαστούν τουλάχιστον 4 χρόνια για να ολοκληρωθούν οι επιστήμονες ευελπιστούν στην ετήσια χρήση του έτσι ώστε να μειωθεί η αργοπορημένη διάγνωση.
«Εάν λειτουργήσει σκοπός είναι το τεστ να γίνεται σε ετήσια βάση σε ανθρώπους 50 έως και 79 ετών θα μπορούν να κάνουν το τεστ μια φορά το χρόνο και με αυτό τον τρόπο ελπίζουμε να μειώσουμε τον ποσοστό των ανθρώπων που εντοπίζονται με προχωρημένους καρκίνους» κατέληξε ο Πίτερ Σασίνι.