Στις τελικές υπογραφές για τη νέου τύπου Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας Ελλάδας – ΗΠΑ θα προχωρήσουν σήμερα στην Ουάσιγκτον οι υπουργοί Εξωτερικών Νίκος Δένδιας και Αντονι Μπλίνκεν, οι οποίοι θα συναντηθούν επί τούτου αλλά και στο πλαίσιο του τρίτου γύρου του στρατηγικού διαλόγου των δύο χωρών.
Μιλώντας στο «Βήμα της Κυριακής», λίγες ημέρες πριν από την αναχώρησή του για την Ουάσιγκτον, ο Νίκος Δένδιας εξήρε το γεγονός ότι την ώρα που οι ΗΠΑ αναπροσαρμόζουν την παρουσία τους διεθνώς, παραμένουν στην Ελλάδα για πέντε χρόνια και κατόπιν αναπορσαρμόζουν επ’ αόριστον την ισχύ τής συμφωνίας.
Ο υπουργός Εξωτερικών διαπιστώνει τρεις σημαντικές αλλαγές που έκαναν επιτακτική την αναθεώρηση της συμφωνίας, που ο ίδιος υπέγραψε πριν από δύο χρόνια:
Πρώτον, η στρατηγική σχέση μας με τις ΗΠΑ έχει περάσει σε άλλο επίπεδο. Βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο της. Η νέα συμφωνία αποτελεί επιστέγασμα της μοναδικής αυτής σχέσης – που με τη σειρά της συμπληρώνεται από τις σχέσεις που έχουμε αναπτύξει με τους βόρειους γείτονες μας, τις χώρες της Μέσης Ανατολής, αλλά και ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία. Και έπονται άλλες.
Δεύτερον, το περιβάλλον ασφαλείας στην περιοχή μας έχει αλλάξει άρδην. Δυστυχώς η Τουρκία προκαλεί σχεδόν σε καθημερινή βάση. Ας μη λησμονούμε επίσης τα γεγονότα στον Εβρο και το «Oruc Reis». Και βεβαίως διατηρείται η απειλή πολέμου, με την Τουρκία να έχει τον μεγαλύτερο αποβατικό στόλο στη Μεσόγειο απέναντι από τα νησιά του Αιγαίου.
Τρίτον, το αμερικανικό στρατηγικό και στρατιωτικό αποτύπωμα μετατρέπεται και μεταφέρεται. Οι ΗΠΑ επενδύουν πλέον στην προσωρινή παρουσία στο έδαφος άλλων κρατών, όχι σε μόνιμες βάσεις, όπως γινόταν τις περασμένες δεκαετίες. Το επίκεντρο του ενδιαφέροντος τους είναι ο Ινδο-Ειρηνικός, όπως η πρόσφατη συμφωνία με την Αυστραλία και τη Μεγάλη Βρετανία φανερώνει. Ευρωπαϊκές χώρες είναι πλέον διατεθειμένες να πληρώσουν προκειμένου να διατηρηθεί η αμερικανική παρουσία στο έδαφός τους. Η Ελλάδα αποτελεί την εξαίρεση στην τάση αυτή, κάτι που υποδηλώνει, αν μη τι άλλο, το αμερικανικό ενδιαφέρον για τη στρατηγική θέση της χώρας μας, καθώς και τον σταθεροποιητικό ρόλο που παίζουμε στην ευρύτερη περιφέρεια».
Τι προβλέπει η συμφωνία
Στις 5 Οκτωβρίου 2019 υπεγράφη στην Αθήνα η αναθεώρηση του Παραρτήματος της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (Mutual Defense Cooperation Agreement – MDCA) από τους υπουργούς Εξωτερικών Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών, Νίκο Δένδια και Μάικ Πομπέο αντιστοίχως.
Η συμφωνία προέβλεπε την αφαίρεση παλαιότερων εγκαταστάσεων που δεν χρησιμοποιούνταν από τους Αμερικανούς και την προσθήκη τριών νέων που μαζί με τη Σούδα θα αναμόρφωναν το αποτύπωμα των ΗΠΑ στην περιοχή: της Αλεξανδρούπολης, της Αεροπορικής Βάσης Λάρισας και της Βάσης της Αεροπορίας Στρατού στο Στεφανοβίκειο.
Αμέσως όμως μετά το πέρας των συνομιλιών του 2019 και την υπογραφή της συμφωνίας, η αμερικανική πλευρά επανήλθε με βασικό θέμα στην ατζέντα την αλλαγή της χρονικής διάρκειας της συμφωνίας.
Το 2019 οι Αμερικανοί είχαν πάλι προτείνει την οκταετή ή ακόμη και τη 10ετή διάρκεια, ανανεούμενη στη συνέχεια επ’ αόριστον, ώστε να μπορούν να προγραμματίζουν καλύτερα πιθανές επενδύσεις.
Η ανανέωση παρέμεινε τότε ετήσια, αλλά στον νέο γύρο επαφών οι δύο πλευρές συνέκλιναν στην πενταετή ανανέωση.
Σήμερα, ο κ. Δένδιας αναμένεται να υπογράψει στην Ουάσιγκτον, μαζί με τον αμερικανό ομόλογό του Αντονι Μπλίνκεν, μια νέα επικαιροποίηση του Παραρτήματος της MDCA.
Τις τελευταίες ημέρες οι εργασίες υπήρξαν πυρετώδεις μεταξύ των δύο πλευρών ώστε να κλείσουν και τα δύο κείμενα που βρίσκονταν υπό διαπραγμάτευση: τόσο το Παράρτημα όσο και η πολιτική Δήλωση του κ. Μπλίνκεν που θα το συνοδεύει (δεν συνιστά νομικά δεσμευτικό κείμενο).
Στις 29 Σεπτεμβρίου και έπειτα από μια δήλωση εκπροσώπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ την επομένη της υπογραφής της ελληνογαλλικής στρατηγικής συμφωνίας στο Παρίσι από τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Εμανουέλ Μακρόν, δημιουργήθηκε μια σύγχυση περί της πενταετούς ή επ’ αόριστον διάρκειας της νέας συμφωνίας.
Οπως όμως εγκαίρως απεκάλυψε αυθημερόν «Το Βήμα», η αλήθεια βρίσκεται στον συνδυασμό: η συμφωνία θα ανανεωθεί για μία πενταετία και στη συνέχεια θα ισχύει επ’ αόριστον, εκτός κι αν καταγγελθεί από μία εκ των δύο πλευρών. Σε αυτή την περίπτωση, η αμερικανική πλευρά φέρεται να έχει ζητήσει χρονικό περιθώριο δύο ετών για την αποχώρησή της.