Ο Περικλής Νταβλούρος, καθηγητής καρδιολογίας και διευθυντής της καρδιολογικής κλινικής στο Νοσοκομείο του Ρίου, αναφέρθηκε στον θάνατο της Τζωρτζίνας και στη χρήση του απινιδωτή.
«Θα πρέπει όλοι, επιστήμονες και ΜΜΕ, να σεβαστούμε τον πόνο της οικογένειας και την ανακριτική διαδικασία που είναι σε εξέλιξη. Δεν είναι σωστό να γίνουν υποθέσεις, θα πρέπει να μείνουμε στα γεγονότα. Στο τρίτο παιδί, σύμφωνα με τα λεγόμενα των θεράποντων ιατρών, δεν καταγράφεται κάποια από τις σύνηθες αιτίες αιφνιδίου θανάτου που να οφέιλεται σε καρδιά. Σε αυτή την ηλικία επομένως θα πρέπει να αναζητήσουμε κάποια άλλη αιτία».
Όπως εξήγησε ο κ. Νταβλούρος, η ανθρώπινη καρδιά μπορεί να σταματήσει με δύο τρόπους: είτε ως αποτέλεσμα μίας πολύ άσχημης ταχυκαρδίας, στην οποία χρειάζεται ο γιατρός να δώσει ηλεκτροσόκ, είτε από βραδυκαρδία.
«Ο βηματοδότης προφυλάσσει από τις βραδυκαρδίες, ενώ ο απινιδωτής από τις κακές ταχυκαρδίες. Οι σύγχρονοι εμφυτευμένοι απινιδωτές είναι και βηματοδότες, το ανάποδο δεν ισχύει», είπε.
Η Τζωρτζίνα διέθετε το σύγχρονο μηχάνημα. Ο κ. Νταβλούρος εξήγησε πως η αποτελεσματικότητα του απινιδωτή ανέρχεται γύρω στο 98%. Επειδή η αποτελεσματικότητα δεν αγγίζει το 100%, γι’ αυτό και ασθενείς, παιδιατρικοί και ενήλικες που φέρουν τέτοιες συσκευές, τελικά πεθαίνουν από καρδιολογικά αίτια.
«Το μηχάνημα δεν μπορεί να δώσει σήμα εάν η καρδιά δυσλειτουργεί. Μία καρδιά που λειτουργεί τέλεια μπορεί να κάνει αρρυθμίες. Το σωστό είναι το μηχάνημα δεν έχει καταγράψει κακή αρρυθμία, δεν καταγράφηκε κάποιος από τους μηχανισμούς αιφνιδίου καρδιακού θανάτου. Ακόμα και από ελληνικές μελέτες που έχουν δημοσιευτεί με αιφνίδιους θανάτους σε νεαρά άτομα, το 65% είχαν ταυτοποίηση καρδιολογική, το 17% ήταν αίτια που δνε οφείλονταν σε καρδιά και στο 18% δεν βρέθηκε κανένα αίτιο», είπε.