Τα μεγάλα θύματα του πολέμου είναι τα παιδιά. Κάποια από αυτά μάλιστα έχουν γίνει σύμβολα, όπως η 9χρονη Σάσα που έχασε το αριστερό της χέρι, όταν Ρώσοι πυροβόλησαν το αυτοκίνητο στο οποίο βρισκόταν. Οι φωτογραφίες και τα βίντεο τους είναι γροθιά στο στομάχι.
Η 9χρονη Σάσα κατέβηκε γρήγορα τα σκαλιά της πολυκατοικίας της στην πόλη Χοστομέλ στα δυτικά της Ουκρανικής πρωτεύουσας. Μπροστά της η μητέρα της κουβαλούσε ότι πρόλαβε να αρπάξει από το διαμέρισμα και πίσω της ο πατέρας της.
Όλη η περιοχή βομβαρδιζόταν σφοδρά και η Σάσα μαζί με την οικογένεια της βγήκαν από την πολυκατοικία και μπήκαν μέσα στο αυτοκίνητο για να πάνε σε κάποιο ασφαλέστερο μέρος. Δίπλα τους οι βόμβες λυσσομανούσαν και έσκαγαν.
Καθώς όμως απομακρύνονταν ρωσικές οβίδες άρχισαν να σκάνε όλο και πιο κοντά στο αυτοκίνητο μέχρι που μια έσκασε σχεδόν επάνω του. Το αυτοκίνητο τινάχτηκε στον αέρα και έπεσε ξανά στο έδαφος μια άμορφη μάζα από λαμαρίνες.
Ο πατέρας της Σάσα πέθανε ακαριαία. Η μητέρα της τραυματίστηκε και κατάφερε να βγει. Το αριστερό χεράκι του 9χρονου κοριτσιού είχε εγκλωβιστεί ανάμεσα στα σίδερα. Ρώσοι στρατιώτες άρχισαν να πυροβολούν το αυτοκίνητο. Μέχρι που έξαφανίστηκαν.
Ο ακρωτηριασμός
Οι διασώστες έφτασαν γρήγορα και κατάφεραν να την απεγκλωβίσουν, οι γιατροί στο νοσοκομείο «Μπούτσα» στο Ιρπίν όμως, δεν μπόρεσαν να κάνουν κάτι για το χέρι της. Αναγκάστηκαν να το κόψουν από ψηλά. Μόνο έτσι θα ζούσε η μικρούλα.
Ο αγγειοχειρουργός Βράδισλαβ Γκορμπόβετς πήρε την απόφαση με βαριά καρδιά. Διαπίστωσε ότι το χέρι είχε αρχίσει να παθαίνει γάγγραινα και έπρεπε να το ακρωτηριάσει.
Η Σάσα περιέγραψε το περιστατικό με εκείνη την παιδική αφέλεια που σε καθηλώνει: «Δεν ξέρω γιατί με πυροβόλησαν οι Ρώσοι. Ελπίζω να ήταν ατύχημα και να μην ήθελαν να μου κάνουν κακό. Όταν μας χτύπησαν, βγήκα από το αυτοκίνητο κι έτρεξα πίσω από την αδερφή μου. Η μαμά μου έπεσε από πάνω μου. Νόμιζα ότι ήρθε το τέλος. Αλλά ευτυχώς η μητέρα μου δεν ήταν νεκρή, απλώς έσπευσε να με προστατεύσει από τους πυροβολισμούς. Τότε έχασα τις αισθήσεις μου. Κάποιος με μετέφερε σε ένα κελάρι. Μου έδωσαν φάρμακα εκεί. Και μετά κάποιοι με μετέφεραν με μια πετσέτα στο νοσοκομείο».