Η δημοσιογράφος Δώρα Αναγνωστοπούλου καθώς και ο καθηγητής Μοριακής Γενετικής – Διατροφογενετικής & Αντιπρύτανης του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, Γιώργος Δεδούσης, μίλησαν στο «Όλα για τη Ζωή μας» και στον Μιχάλη Κεφαλογιάννη, για την διατροφογενετική, την επιστήμη που θέλει τον καθένα μας διαφορετικό όσον αφορά στην διατροφή.
Η επιστήμη λέει ότι οι άνθρωποι μοιάζουμε μεταξύ μας κατά 99%. Όμως αυτό το 1% στο οποίο διαφέρουμε, είναι καθοριστικής σημασίας για το τρόπο που τρεφόμαστε, που μεταβολίζουμε ή όχι το λίπος, που ανταποκρινόμαστε στις τροφές και τα θρεπτικά συστατικά τους.
Για την «δύναμη» της καλής διατροφής, το γεγονός ότι προλαμβάνει ασθένειες αλλά και ότι συμβάλλει γενικότερα στην ευζωΐα, μίλησαν η παρουσιάστρια του μεσημβρινου δελτίου ειδήσεων του MEGA, Δώρα Αναγνωστοπούλου, αλλά και ο καθηγητής Μοριακής Γενετικής – Διατροφογενετικής & Αντιπρύτανης του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, Γιώργος Δεδούσης.
«Όλοι αντιλαμβανόμαστε την σημασία της υγιεινής διατροφής. Βεβαίως δεν συγκρίνεται το μπρόκολο με την πίτσα, και όλοι μας κάνουμε παρασπονδίες. Προσέχω πολύ τη ζάχαρη και το αλάτι, έχω μειώσει τη ζάχαρη αλλά μου αρέσει το αλάτι. Στα παιδιά προτιμώ να δημιουργώ υγεινά σνακ ή να μην παραγγέλνουμε τόσο συχνά όσο θέλουν!», σχολίασε αρχικά η Δώρα Αναγνωστοπούλου.
«Αυτά που λέει ο λαός, αποκτούν και επιστημονική ερμηνεία. Για το πώς φαινόμαστε υπάρχει γενετική προδιάθεση, κληρονομικότητα και γενετική αιτιολογία. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ανάστημα, το πόσο ψηλοί ή κοντοί θα γίνουμε, εξαρτάται από τους γονείς μας», τόνισε ο κ. Δεδούσης.
Γενετική προδιάθεση και διατροφή
«Ο καθένας έχει τη δική του γενετική ταυτότητα, και ο καθένας έχει τις δικές του διατορφικές ανάγκες. Υπάρχουν όμως αυτές που μας κάνουν να βελτιώσουμε ή να χειροτέψουμε αυτή την προδιάθεση. Κλασικό παράδειγμα είναι δύο παιδιά που ζουν στο ίδιο σπίτι, το ένα να είναι υπέρβαρο το άλλο όχι, ή το ένα να του αρέσουν τα γλυκά και στο άλλο τα αλμυρά», συμπλήρωσε.
«Η διατροφή εξαρτάται και από τα γονίδια και από τις συνήθειές μας. Η γενετική ταυτότητα του καθενός τον καθορίζει ως ένα αθμό αλλά είναι τροποποιήσιμη. Ο ένας από έμάς έχει γενετικές προδιαθέσεις, οι οποίες μας καθορίζουν ως ένα βαθμό. Κάποιοι δε μπορούν να φάνε γαλακτοκομικά, όμως μπορούμε να βελτιώσουμε ή να χειροτερέψουμε την προδιάθεση», πρόσθεσε ο κ. Δεδούσης.
«Δεν ξέρω εάν η γεύση έχει DNA, αλλά θεωρώ πως αυτό που τρώμε στο σπίτι καθορίζει τη συνέχεια. Θα ήθελα να γνωρίζω τί μπορώ να αποφεύγω. Μακάρι να μεταβολίζαμε υδατάνθρακες και όχι λίπος!», επεσήμανε η δημοσιογράφος.
«Η διατροφική συμπεριφορά είναι κληρονομική», είπε ο κ. Δεδούσης και συνέχισε: «από μελέτες σε διδύμους έχει δείξει πως οι διατροφικές συμπεριφορές έχουν 50-60% γενετική προδιάθεση. Η επιλογή στις τροφές έχει και αυτό προδιάθεση. Δεν χάνουμε βάρος πολλές φορές γιατί δεν μπορεί να ταιριάξει το γενετικό αποτύπωμα με το γενετική μας ταυτότητα. Μιλάμε για εξατομικευμένες συστάσεις. Μπορούν να βρεθούν λύσεις, όταν ξέρουμε ποιοί έχουν προσιάθεση ηγια διαβήτη ή παχυσαρκία, και να πούμε τί χρειάζεται ο καθένας από αυτές τις περιπτώσεις».
«Δεν πεινάμε όλοι με τον ίδιο τρόπο, πρέπει να προσαρμοστεί ο καθένας στην γενετική του ταυτότητα. Υπάρχουν και οι «τυχεροί». Υπάρχει μέρος του πληθυσμού που μεταβολίζει το λίπος. Δεν πρέπει να αποκλείουμε τροφές εάν δεν γνωρίζουμε», σημείωσε.
«Υπάρχουν στοιχεία και θρεπτικά συστατικά που παρόλο που μπορεί να τα λαμβάνουμε και ως συμπληρώματα, να μην τα απορροφά ο οργανισμός μας, για παράδειγμα η βιταμίνη D ή C, ή ο ψευδάργυρος», κατέληξε λέγοντας ο κ. Δεδούσης.