Παγκόσμιος συναγερμός έχει σημάνει για την «ευλογιά των πιθήκων», μετά την εκδήλωση κρουσμάτων σε ευρωπαϊκές χώρες, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αυστραλία. Στη χώρα μας αν και δεν έχει εντοπιστεί μέχρι στιγμής ύποπτο κρούσμα, ο ΕΟΔΥ βρίσκεται σε ετοιμότητα. Η νόσος εκδηλώνεται με συμπτώματα που θυμίζουν γρίπη και μεταδίδεται από σταγονίδια και σωματικά υγρά.
Στη χώρα μας δεν έχει καταγραφεί μέχρι στιγμής κάποιο ύποπτο κρούσμα ευλογιάς των πιθήκων, ωστόσο ενόψει και της τουριστικής περιόδου έχει σημάνει συναγερμός στον ΕΟΔΥ.
Η ευλογιά των πιθήκων δεν είναι ένας νέος ιός, αλλά μια ζωονόσος ενδημική σε πολλές περιοχές της Αφρικής. Ανιχνεύτηκε για πρώτη φορά σε πιθήκους το 1958, αλλά μεταδίδεται ιδιαίτερα ανάμεσα σε τρωκτικά. Ο ιός που κυκλοφορεί ανήκει σε ήπιο στέλεχος και το ποσοστό θνητότητας που μπορεί να προκαλέσει είναι 3-6% εάν δεν υπάρχει θεραπευτική παρέμβαση ή εμβολιασμός.
Δερματικές βλάβες, σωματικά υγρά και αναπνευστικά σταγονίδια γίνονται εστία μόλυνσης σε κοντινή παρατεταμένη επαφή με τον πάσχοντα.
Τα συμπτώματα θυμίζουν γρίπη περιλαμβάνουν πυρετό, πονοκέφαλο, μυαλγίες, οσφυαλγία, λεμφαδενοπάθεια, ρίγος και εξάντληση. Εξανθηματα που εξελισσονται σε κυστίδια ή φλύκταινες με υγρό μπορεί να εμφανιστούν στο δέρμα μία με πέντε ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων.
Πού έχει εμφανιστεί η νόσος
Η ευλογιά των πιθήκων έχει θέσει σε κατάσταση ετοιμότητας τον ΠΟΥ που συνεδριάζει σήμερα εκτάκτως μετά τον διπλασιασμό των κρουσμάτων στη Βρετανία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ εμφανίστηκαν και τα πρώτα κρούσματα σε ΗΠΑ και Αυστραλία.
Πάνω από 100 είναι ήδη τα κρούσματα σύμφωνα με την τελευταία ανακοίνωση, ενώ είχαν ήδη αναφερθεί 21 κρούσματα στην Ισπανία, 20 στη Βρετανία, 23 στην Πορτογαλία, ένα στη Γερμανία και τρία στην Ιταλία.
Το πρώτο κρούσμα εμφανίστηκε σε Γαλλία και Σουηδία, δύο καταγράφτηκαν στο Βέλγιο. Τα πρώτα κρούσματα αναφέρθηκαν σε ΗΠΑ και Αυστραλία, ενώ 13 είναι τα ύποπτα κρούσματα στον Καναδά.
Η ευλογιά των πιθήκων θεωρείται πιο ήπια από την ανθρώπινη ευλογιά που εξαλείφηκε το 1980. Οι περισσότεροι ασθενείς αναρρώνουν μέσα σε μερικές εβδομάδες, αλλά μπορεί να αποδειχθεί μοιραία σε σπάνιες περιπτώσεις.