Αυτές ήταν οι πρώτες ανταποκρίσεις το 1991 από την βίλα του «τρόμου». Την βίλα που έγινε τόπος μαρτυρίου και δολοφονήθηκε η οικογένεια του βιομηχάνου Χρυσαφίδη.
Η βίλα του «τρόμου» που έζησε ο Γιώργος Τράγκας
Στο σπίτι στην Εκάλη γράφτηκε μία από τις πιο αιματοβαμμένες σελίδες της ιστορίας του εγκλήματος στην Ελλάδα και αν οι πολιτικές εξελίξεις με την υπόθεση Κοσκωτά δεν την επισκίαζαν το σίγουρο είναι πως θα ήταν το μοναδικό θέμα συζήτησης στην χώρα και όχι μόνο, αφού όπως βλέπουμε το θέμα λόγω και της καταγωγής της συζύγου Χρυσαφίδη τράβηξε το ενδιαφέρον και των διεθνών ΜΜΕ.
Για το έγκλημα ύποπτος θεωρήθηκε ο Ταϊλανδός οικιακός βοηθός της οικογένειας, που διέφυγε στην πατρίδα του και δεν έχει εκδοθεί στην Ελλάδα. Όμως οι αρχές δεν κατέληξαν ποιος ή ποια ήταν συνεργός του και συνεργός πρέπει να υπήρχε αφού οι δολοφονίες στο σπίτι συνεχίζονταν και μετά την διαφυγή του Ταϊλανδού.
Στην χώρα μας κανείς δεν δικάστηκε, ούτε καταδικάστηκε ποτέ για το έγκλημα αυτό, πάρα την συνεργασία με τις Ταϊλανδικές αρχές που έφτασε ως την αποστολή δυο κλιμακίων στην χώρα μας από Ταϊλανδούς Αξιωματικούς.
Μετά το έγκλημα η βίλα θεωρήθηκε κάτι σαν καταραμένη και κανείς δεν την πλησίαζε ώσπου ο Γιώργος Τράγκας αποφάσισε να της δώσει νέα ζωή αγοράζοντας την και κάνοντας την μόνιμη κατοικία του στην Ελλάδα.
Στα χέρια του δημοσιογράφου το σπίτι πέρασε σύμφωνα με πληροφορίες μόλις 3- 4 χρόνια μετά το στυγερό έγκλημα και ενώ οι περαστικοί ως και τότε απέφευγαν ακόμα και να περάσουν από το πεζοδρόμιο της βίλας τα βράδια αφού η σκιά του βίαιου εγκλήματος έπεφτε βαριά.
Στα χέρια του η βίλα ανακαινίστηκε και έγινε το κάστρο του κατά την παραμονή του στην Ελλάδα.
Ο Ιούνιος της φρίκης, το δραματικό ημερολόγιο των φόνων, το σημείωμα στην πόρτα της βίλας
Πατέρας, μητέρα και παιδιά βρέθηκαν σε μία λίμνη αίματος.
Στην αποπνιχτική καλοκαιρινή ατμόσφαιρα εκείνου του Ιουνίου του 1991 η ανακάλυψη των πτωμάτων ταράζει όχι μόνο την κοινωνία αλλά ακόμα και έμπειρους αξιωματικούς που βρίσκονται αντιμέτωποι με το πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα έγκλημα.
Η αστυνομία δεν είναι η πρώτη που έφτασε στον τόπο του εγκλήματος.
Ένας γείτονας, ένας εργαζόμενος στις επιχείρησεις Χρυσαφίδη και ο ανιψιός του έχουν προβληματιστεί από την πρωτοφανή απουσία κάθε σημείου ζωής από την οικογένεια και αποφασίζουν με την βοήθεια κλειδαρά να δουν τι συμβαίνει.
Η τραγωδία αποκαλύπτεται στο υπόγειο.
Σε ένα δωμάτιο τυλιγμένος σε μία κουβέρτα είναι δολοφονημένος με βαριοπούλα ο 16χρόνος Μιχάλης, στο διπλανό δωμάτιο τυλιγμένοι με πετσέτες ο άλλος γιος της οικογένειας και ο πατέρας στο τρίτο δωμάτιο η μητέρα, σκοτωμένη, με ένα πανάκριβο φόρεμα αλλά χωρίς εσώρουχα, οι εφημερίδες υποθέτουν πως έχει υποστεί σεξουαλική κακοποίηση και οι τίτλοι στα βρετανικά ταμπλόιντ είναι ανάλογη.
Οι δολοφονίες έχουν γίνει σταδιακά μέσα στο διάστημα 20 με 23 του Ιουνίου, στις 20 τα παιδιά στις 21 ο πατέρας και στις 23 η μητέρα.
Η αστυνομία κάνει λόγο για μαφιόζικες πρακτικές ενώ μέσα στο χρηματοκιβώτιο του σπιτιού βρέθηκαν χρυσαφικά, ομόλογα και διάφορα έγγραφα, αλλά όχι χρήματα.
Όλες οι υποψίες πέφτουν στο ζευγάρι του υπηρετικού προσωπικού της βίλας.
Το ημερολόγιο των γεγονότων
17/06/1991 Η Λιζ Χρυσαφίδη είναι ακόμα ζωντανή, την έχει επισκεφτεί μία φίλη της με αφορμή πάρτι που θα έδιναν.
18/06/1991 Διευθυντές των επιχειρήσεων Χρυσαφίδη τον αναζητούν, ο Ταϊλανδός λέει πως η οικογένεια έφυγε για διακοπές ως τις 28 Ιουνίου
Το απόγευμα της ίδιας μέρας θα πει τα ίδια και στον κηπουρό
19/06/1991 Η σύζυγος του Ταϊλανδού επισκέπτεται την πεθερά της, λέει πως ο πατέρας της είναι άρρωστος και πρέπει να πάνε στην Ταϊλάνδη
Την ίδια ημέρα κλείνουν τα εισιτήρια
21/06/1991 Το ζευγάρι, η μητέρα και η θεία του πετάνε για Μπανγκόκ
Στο σπίτι της οικογένειας υπάρχει στην πόρτα ένα χειρόγραφο σημείωμα: «Έχουμε πάει διακοπές, θα επιστρέψουμε στις 26 Ιουνίου»
Είναι ψέμα, και θα το αποκαλύψουν στις 24 Ιουνίου οι τρεις άνδρες, ο γείτονας, ο ανιψιός και ο διευθυντής μπαίνοντας στο σπίτι. Ο Ταϊλανδός υπηρέτης μπαίνει στο μικροσκόπιο των αρχών.
Οι γείτονες δεν μπορούν να πιστέψουν πως ο άνθρωπος που η οικογένεια Χρυσαφίδη είχε σαν μέλος της μπορεί να έκανε κάτι τέτοιο.
«Αν έχουν σχέση με τις δολοφονίες κάποιος τους έβαλε, κάποιος τους ανάγκασε να το κάνουν» είχαν πει οι γείτονες τότε στον Πάνο Σόμπολο.
Ο Χρυσαφίδης από την άλλη φαίνεται πως ίσως κάτι να είχε υποψιαστεί και στην χειρόγραφη διαθήκη που βρέθηκε σπίτι του είχε προβλέψει τι θα γινόταν η περιουσία του αν όλα τα μέλη της οικογένειας του έχαναν την ζωή τους ορίζοντας κληρονόμο του συγγενή του.