Το ημερολόγιο έγραφε 4 Ιουνίου 2002 όταν η ζωή της Ελίζαμπεθ Σμαρτ άλλαξε για πάντα.
Εκείνη τη νύχτα η 14χρονη Ελίζαμπεθ ξύπνησε στην κρεβατοκάμαρα που μοιραζόταν μαζί με την μικρότερη αδερφή της, όταν ένας άνδρας της ψιθύρισε πως έχει ένα μαχαίρι στο λαιμό της και την απείλησε πως εάν δεν τον ακολουθήσει θα σκοτώσει εκείνη και την οικογένειά της.
Ο άντρας αυτός ονομαζόταν Μπράιαν Ντέιβιντ Μίτσελ, ο οποίος είχε αυτοχαρακτηριστεί ως προφήτης με το όνομα Εμάνουελ.
Ο Μίτσελ απήγαγε το 14χρονο κορίτσι και την οδήγησε στο δάσος, όπου τον περίμενε η σύζυγός του, η Γουάντα Μπαρζί. Μετά από μία παράξενη γαμήλια τελετή, ο άντρας είπε στην Ελίζαμπεθ πως είναι πλέον γυναίκα του και την βίασε.
Η Ελίζαμπεθ Σμαρτ ήταν αιχμάλωτη για εννέα ολόκληρους μήνες. Η ζωή της αυτούς τους μήνες ήταν εφιαλτική, καθώς αναγκαστικά έκανε χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ για να αντέξει, καθώς ο Μίτσελ την βίαζε ακόμα και τέσσερις φορές την ημέρα.
Με τους πάντες να αναζητούν την Ελίζαμπεθ, η αδερφή της μετά από αρκετούς μήνες θυμήθηκε πως ο απαγωγέας έμοιαζε με κάποιον που είχε δουλέψει στο σπίτι της οικογένειας Σμαρτ ως τεχνίτης. Η αστυνομία ανακάλυψε τον άνδρα και το 2003 η δημοφιλής εκπομπή «America’s Most Wanted» δημοσίευσε την φωτογραφία του.
Στις 12 Μαρτίου 2003 ένας περαστικός αναγνώρισε τον Μίτσελ, καθώς περπατούσε μεταμφιεσμένος με την Ελίζαμπεθ. Οι Αρχές τον συνέλαβαν και η Ελίζαμπεθ επέστρεψε στο σπίτι της την ίδια ημέρα.
Στη δίκη που ακολούθησε ο Μίτσελ καταδικάστηκε σε ισόβια, ενώ η σύζυγός του σε 15 χρόνια φυλάκισης.
Η Ελίζαμπεθ Σμαρτ αποφάσισε να μετουσιώσει το τραύμα της σε προσφορά, καθώς έγινε ακτιβίστρια και μιλάει ανοιχτά για την δοκιμασία της. Ίδρυσε το «Elizabeth Smart Foundation», ένα ίδρυμα το οποίο προσφέρει βοήθεια και στήριξε σε θύματα απαγωγών και σεξουαλικής κακοποίησης, αλλά και στις οικογένειές τους.