Σοκ από το πόρισμα της παιδοψυχολόγου που ξαναφέρνει στο φως την τραγική δολοφονία της Σωτηρίας Πεφάνη από τον Παναγιώτη Πισπιρίγκο τον παππού της Ρούλας
Η παιδοψυχολόγος περιγράφει τη βαριά σκιά αυτού του φονικού στη Ρούλα στο πόρισμά της.
«Βόμβες» στο πόρισμα της παιδοψυχολόγου
Η Ρούλα ισχυρίστηκε πως: «όλο αυτό το διάστημα που ήταν στη φυλακή ο παππούς της, βραβεύτηκε από τον πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας ως ο πιο καλός κρατούμενος κι έτσι βγήκε. Το είχαν γράψει, όπως λέει, και οι τοπικές εφημερίδες. Προτάσσει δηλαδή τη δημοσιότητα του παππού της κι έχει ιδέες μεγαλείου τις οποίες συνδέει με τη δημοσιότητα – διασημότητα κι εκφράζει την πεποίθηση ότι κάποιος μπορεί να αποκτήσει δημοσιότητα μέσα από παραβατικές πράξεις».
Η Σωτηρία Πεφάνη, γιαγιά της Πισπιρίγκου, γνώρισε τον Παναγιώτη Πισπιρίγκο όταν εκείνη είναι μόλις 15 ετών και αυτός 18. Μετά τη σύλληψη του για αποπλάνηση ανηλίκου οδηγήθηκε στις φυλακές Πατρών όμως παντρεύεται στις 27 Φεβρουαρίου 1962 μέσα στο Τμήμα Μεταγωγών την ανήλικη Σωτηρία και αποκτούν ένα παιδί, τον πατέρα της Ρούλας Πισπιρίγου.
Τα προβλήματα του ζευγαριού κάνουν τη Σωτηρία να ζητήσει διαζύγιο στο δικαστήριο ο Παναγιώτης Πισπιρίγκος παίρνει την επιμέλεια του παιδιού του. Η Σωτηρία νοικιάζει ένα δωμάτιο κοντά για να βλέπει το παιδί της
Την ίδια περίοδο, ο Παναγιώτης Πισπιρίγκος θα πάρει αναβολή στράτευσης και την Τετάρτη 21 Ιουλίου 1965 ζητάει από τη Σωτηρία να πάνε κάπου για να μιλήσουν.
Η Σωτηρία θα φτάσει στο ραντεβού θανάτου σε μια απομονωμένη τοποθεσία στις εγκαταστάσεις Ρέστη στο Ρίο, δίπλα στη θάλασσα.
Η κατάθεση του Παναγιώτη Πισπιρίγκου
«Την παρακαλούσα θερμά κι εκείνη αρνείτο. Σε μια στιγμή και ενώ καθόμαστε κολλητά κι ακουμπούσε η αριστερή πλάτη στον ώμο της, μου ήρθε σαν τρέλα. Την έριξα κάτω και την έπιασα σφικτά από το λαιμό. Την έσφιγγα, την έσφιγγα όλο και πιο δυνατά. Σπαρταρούσε το σώμα της, προσπαθούσε να μου ξεφύγει. Μα εγώ ήμουν πιο δυνατός. Την είχα πια νικήσει.
«Σε λίγο το σώμα της παρέλυσε, η ανάσα της σταμάτησε, τα μάτια της γυάλισαν. Ήταν νεκρή. Τότε κατάλαβα τι είχα κάνει. Μετάνιωσα, την έσυρα μέχρι τις καλαμιές όπως κι όπως και την εγκατέλειψα μέσα στη νύχτα. Μετά έτρεχα σαν τρελός».
Ο δράστης λίγες ώρες αργότερα θα παραδοθεί. Η ιατροδικαστική έκθεση περιγράφει:
«Ο Πισπιρίγκος σφίγγει με το δεξί του χέρι την καρωτίδα της Σωτηρίας, με το αριστερό τής φράζει τη μύτη και το στόμα, ενώ παράλληλα κάθεται πάνω στο στήθος της. Στην προσπάθειά της να αποφύγει τον θανάσιμο εναγκαλισμό, το μόνο που καταφέρνει η άτυχη κοπέλα είναι να προκαλέσει κάποιες αμυχές στο λαιμό τού δράστη και να σχίσει το πουκάμισό του».
Την υπόθεση χειρίστηκε ο θρυλικός Δημήτρης Τσεβάς, η παιδοψυχολόγος θα πει πως για τη Ρούλα το έγκλημα εκλαμβάνεται ως πράξη αγάπης.
«Σκοτώνοντάς την θεωρούσε ότι θα την έχει πάντα δική του δεν θα την χάσει ποτέ. Η μητέρα δεν αναγνώρισε την αντίφαση αυτή καθώς η πράξη του παππού να πνίξει τη γιαγιά φαίνεται να κατανοείται από την ίδια σαν μια πράξη αγάπης προς εκείνη».
Ο Παναγιώτης Πισπιρίγκος καταδικάζεται σε ισόβια, αλλά αποφυλακίζεται 15 χρόνια αργότερα, το 1980, λόγω καλής διαγωγής.
«Ο πατέρας μου δικάστηκε, καταδικάστηκε, πλήρωσε αυτό και βγήκε με εξαιρετική διαγωγή και με υπογραφή του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας. Από την πρώτη ημέρα που βγήκε, έψαξε να με βρει κι αυτό σήμαινε πολλά για μένα. Δεν αδιαφόρησε, όπως δεν αδιαφορώ εγώ τώρα για τα παιδιά μου και για τα εγγόνια μου», λέει ο πατέρας της 33χρονης.
Το παιδί του ο Ανδρέας, μεγαλώνει και παντρεύεται κάνει ένα κοριτσάκι και του δίνει το όνομα Ρούλα ίσως για να θυμίζει την μητέρα του Σωτηρούλα.
Τα στοιχεία που αλληλοεπικαλύπτονται στις δολοφονίες του σήμερα και του τότε
Η Δήμητρα Τσίτση, εγκληματολόγος, μιλώντας στο LIVE NEWS, ξεκίνησε την τοποθέτησή της θέλοντας καταρχάς να κάνει την επισήμανση ότι κανένας άνθρωπος δε γεννιέται δολοφόνος αλλά γίνεται.
Στη συνέχεια εξηγεί μία πιθανή θεωρία που συνδέει τα δύο δολοφονικά συμβάντα παρά τη μεγάλη χρονική απόσταση που υπάρχει μεταξύ τους:
«Αν είχε γαλουχηθεί με την νοοτροπία ότι από αγάπη σκότωσε ο παππούς της, στην προσπάθεια η οικογένεια της να λειάνει τις γωνίες, τότε και η ίδια μπορεί να αντιληφθεί την αγάπη ως κάτι τέτοιο».
«Μπορεί να έλεγαν στην Πισπιρίγκου όταν ήταν μικρή ότι το έγκλημα έγινε γιατί ο παππούς αγαπούσε πολύ την γιαγιά», υποθέτει η εγκληματολόγος.
Επίσης η κα. Τσίτση, παρατηρεί ότι: «Με τον ίδιο τρόπο έγινε η δολοφονία της γιαγιάς της Ρούλας Πισπιρίγκου με αυτή των δύο μικρότερων κοριτσιών, δηλαδή της Ίριδας και της Μαλένας, γιατί η ύποπτη μπορεί να είχε βιώματα».