Συγκλόνισε στη δίκη της ναζιστικής οργάνωσης, Χρυσή Αυγή, η κατάθεση της Μάγδας Φύσσα.
Δύο χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την έκδοση της ιστορικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας που υπό την προεδρία της σημερινής αρεοπαγίτη Μαρίας Λεπενιώτη έκρινε ομόφωνα ότι η Χρυσή Αυγή είναι εγκληματική οργάνωση.
Μέσα σε μια κατάμεστη από κόσμο δικαστική αίθουσα καταθέτει ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου της Αθήνας, η μητέρα του δολοφονημένου Παύλου Φύσσα, Μάγδα, η οποία είναι η πρώτη μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη για την εγκληματική οργάνωση.
Η κατάθεση της μάλιστα συνέπεσε χρονικά με την ημέρα ορόσημο έκδοσης της ομόφωνης απόφασης το Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας που ομόφωνα είχε αποφασίσει ότι η Χρυσή Αυγή είναι εγκληματική οργάνωση.
Παρόντες στο δικαστήριο εκτός από πολλούς φίλους του Παύλου Φύσσα και της οικογένειά του είναι οι Θεόδωρος Δρίτσας, Νάσος Ηλιόπουλος, Τρύφωνας Αλεξιάδης και Γιάννης Μουζάλας.
Η Μάγδα Φυσσα ανέβηκε στο βήμα κάθισε στη θέση της και κοιτώντας την έδρα κατέθεσε όλα όσα γνωρίζει για τη βάρδια που ο καταδικασμένος σε ισόβια κάθειρξη, Γιώργος Ρουπακιάς, με επαγγελματικό τρόπο, όπως είπε, αγκάλιασε το γιο της και τον μαχαίρωσε.
Επίσης,αναφέρθηκε και στον ρόλο της αστυνομίας καταθέτοντας πως όταν έφτασαν στο σημείο οι άνδρες της ομάδας Δίας, αντί να συλλάβουν το δολοφόνο έβγαλαν χειροπέδες για τον Παύλο.
Όταν ρωτήθηκε από την Πρόεδρο για την υπόθεση απάντησε: «Τι ξέρω γι’ αυτή την υπόθεση; Για τον Παύλο να μιλήσουμε. Ονομάζομαι Μάγδα και ο Παύλος είναι ο γιος μου» ήταν η απάντησή της.
Η κατάθεση της Μάγδας Φύσσα συνεχίζεται.
Νωρίτερα, η υπεράσπιση Λαγού λίγο πριν ξεκινήσει η κατάθεση υπέβαλε αίτημα για την τηλεοπτική κάλυψη της δίκης με το οποίο, δεν συμφώνησαν πολλοί από τους κατηγορουμένους με αποτέλεσμα τελικά η το δικαστήριο να απορρίψει το σχετικό αίτημα.
Η κατάθεση της Μάγδας Φύσσα
«Στις 17 Σεπτεμβρίου χαιρετηθήκαμε. Θα πήγαιναν να πιουν καφέ με την κοπέλα του τη Χρύσα και μετά θα έψαχναν να βρουν να δουν τη μπάλα. Θα πήγαινα στην κόρη μου και είπαμε θα τα πούμε το πρωί.
Τίποτα δεν προμήνυε το μεγάλο κακό που μας βρήκε. Γύρω στις 2 χτυπά το τηλέφωνο της κόρης μου και είναι κουνιάδος της και ζητά να ανοίξει την πόρτα. Σηκωθήκαμε πάνω ξέροντας ότι κάτι κακό είχε συμβεί γιατί ήταν αργά. Ανοίγουμε την πόρτα και αντικρίζω το σύζυγο μου, ένα ωχρό πλάσμα που δεν βρίσκει λόγια να μας πει. Τον ρώτησα τί συμβαίνει και ποιος είναι; Δεν έχει γίνει κάτι κακό ο Παύλος χτύπησε κι σε θέλει στο νοσοκομείο. Δεν το πίστεψα, δεν θα με ανησυχούσε αν ήταν κάτι απλό ο Παύλος. Έφυγα για το νοσοκομείο, ρωτούσα αλλά κανείς δεν απαντούσε.
«Τίποτα δεν έχει» μου έλεγαν. Φτάσαμε στο νοσοκομείο, ήταν παρά πολύς κόσμος αλλά κανείς δεν μου έλεγε τίποτα. Ρωτούσα τους γιατρούς «που είναι το παιδί μου, τί συμβαίνει;» και καταλαβαίνω ότι έχει γίνει κάτι πολύ κακό αλλά δεν ήξερα ποσό κακό. Τους πίεσα πολύ να μου πουν. Ο γιατρός μου έδωσε ένα χάπι και μου είπε ο ο Παύλος δεν ζει. Ότι τον δολοφόνησε η χρυσή αυγή και πως το δολοφόνο τον πιάσανε. Μου είπε ότι δεν γινόταν τίποτα, ήταν επαγγελματικό το χτύπημα, οι μαχαιριές ήταν επαγγελματικές.
Εκεί χάθηκαν όλα. Ξαφνικά ισοπεδώθηκαν όλα. Με όσο κουράγιο είχα ζήτησα να τον δω. Πήγα και τον είδα. Προσπάθησα να τον ζεστάνω και να σηκωθεί. Δεν ήταν φοβισμένος, δεν ήταν ταλαιπωρημένος. Δεν ήταν φοβισμένος, κοιμόταν. Να τον ξυπνήσουμε είπα. Δυστυχώς ήταν νεκρός. Και εκεί αρχίζει ο εφιάλτης. Πως να συνειδητοποιήσεις ότι δεν έχεις το παιδί σου από τη μια στιγμή στην άλλη.