Η χαροκαμένη μάνα περιμένει καρτερικά πρωί – βράδυ στο σπίτι όπου έμενε με τον πολυαγαπημένο της γιο, για κάποιο νέο του ή μήπως ανοίξει η πόρτα και επιστρέψει.
«Περιμένω να χτυπήσει η πόρτα. Την αφήνω ανοιχτή το βράδυ. Δεν την κλειδώνω μήπως και επιστρέψει ο Παναγιώτης. Κάτι κακό πρέπει να βρήκε στο δρόμο του για να μην έχει γυρίσει. Δεν ξέρω τι να πω, φοβάμαι πολύ. Ξυπνήσαμε το πρωί και φύγαμε από ‘δω με τον Παναγιώτη και τον αδελφό μου. Πήγαμε στο χωριό, στην εκκλησία και στη συνέχεια γυρίσαμε στο σπίτι για φαγητό. Το απόγευμα ο Παναγιώτης έφυγε και νόμιζα πως θα έκανε μία βόλτα και θα γυρνούσε. Έψαξε όλος ο κόσμος, μπορεί και πάνω από χίλια άτομα να τον αναζήτησαν τόσες ημέρες. Και κυνηγοί τον έψαξαν, που πήγαν μετά, αλλά τίποτα. Που πήγε το παιδί; Πέρασε κάποιο αυτοκίνητο και τον πήρε;», αναρωτήθηκε η κυρία Βασιλική.
«Ήταν το καλύτερο παιδί ο Παναγιώτης μου. Τον ήξερε όλος ο κόσμος και όλοι ρωτάνε, όλοι κλαίνε, δεν ξέρω τι να πω πια. Δεν ξέρω τι μπορεί να έχει γίνει. Δεν μπορεί να άνοιξε η γη και να τον κατάπιε», πρόσθεσε.
Μην μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της και κρατώντας τη φωτογραφία του παιδιού της, κάνει έκκληση σε όποιον τον έχει δει, να πάρει έστω ένα τηλέφωνο.
«Να πω μόνο, όποιος έχει ψυχή, να πει ό,τι είδε ή ό,τι ξέρει. Να τα πει όλα. Μόνο αυτόν είχα παρεούλα, δεν είχα άλλον. Μόνο τον Παναγιώτη μου…».