Πώς έφτασε ο Μητσοτάκης στην απόφαση να αναστείλει την κομματική δραστηριότητα της ευρωβουλευτή της ΝΔ.
Το βράδυ της Πέμπτης έμεναν ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα για το πώς θα αντιδρούσε η κυβέρνηση μπροστά στη – «σοβαρή» κατά τον πρωθυπουργό – υπόθεση της Μαρίας Σπυράκη, με μόνη βεβαιότητα, όπως πρόδιδε το κλίμα που είχε δημιουργηθεί στην κυβέρνηση και στη γαλάζια ευρωομάδα, ότι η κεντρική «απάντηση» δεν θα αργούσε ιδιαίτερα.
Άλλωστε δύο διατυπώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη από τις Βρυξέλλες ήταν αυτές που έδειχναν ότι σκοπεύει να λάβει ο ίδιος άμεσες αποφάσεις.
Ακόμα και η διαγραφή φαινόταν ως ενδεχόμενο, το οποίο όμως δεν προκρίθηκε από τη στιγμή που η ίδια η Σπυράκη επικοινώνησε με το κόμμα, εξήγηση την υπόθεση και παραδέχτηκε παραλείψεις της.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξε αρχικά προβληματισμός και αμέσως μετά δυσαρέσκεια, όσο κι αν η ΝΔ έσπευσε να ξεκαθαρίσει ότι η υπόθεση Σπυράκη δεν σχετίζεται σε καμία περίπτωση με το Qatargate.
Η δυσαρέσκεια έγκειται στο γεγονός ότι υπήρχε μια υπόθεση σε εκκρεμότητα και η ευρωβουλευτής δεν ενημέρωσε σχετικά, με αποτέλεσμα να προκληθεί αιφνιδιασμός. Και μάλιστα σε μια «ευαίσθητη» συγκυρία.
Όσα έμαθε ο Μητσοτάκης στις Βρυξέλλες για αυτή τη «διοικητική διαφορά» τού προκάλεσαν σοβαρές σκέψεις και στον σημερινό «πρωινό καφέ» στο Μαξίμου το θέμα τέθηκε επί τάπητος για τις οριστικές αποφάσεις.
Η απόφαση του πρωθυπουργού να ανασταλεί η κομματική δραστηριότητα της ευρωβουλευτή μεταφέρθηκε στην κομματική έδρα της Πειραιώς, ώστε να ακολουθήσει η ανακοίνωση. Μέχρι να ολοκληρωθεί η διερεύνηση της υπόθεσης, η Μαρία Σπυράκη «δεν θα είναι υποψήφια βουλευτής της ΝΔ στην Α’ Θεσσαλονίκης στις επόμενες εθνικές εκλογές».
Η ίδια, βγαίνοντας μπροστά με δημόσιες τοποθετήσεις, έδειξε ότι δεν θέλει να δημιουργήσει πολιτικό πρόβλημα στην παράταξη, δίνοντας πατήματα στην αντιπολίτευση για «πυρά» προς την κυβέρνηση. Και μάλιστα προανήγγειλε ότι θα ζητούσε να μπει στον «πάγο» από το κόμμα.