Η καθηλωτική περιγραφή της γυναίκας που σώθηκε από το σεισμό του 1999 στην Τουρκία.
«Είναι τόσο πολύ δυνατές αυτές οι εμπειρίες, που μένουν ανεξίτηλες μέχρι να κλείσεις τα μάτια σου».
Η Λένα Λιάγκουρα το ξέρει από πρώτο χέρι. Όλα όσα έζησε πριν από 24 χρόνια, στον φονικό σεισμό του ’99, όταν και παρέμεινε εγκλωβισμένη για ώρες κάτω από τα χαλάσματα της Ρικομέξ, είναι σκηνές που πέρασαν στην ιστορία.
«Μια γυναίκα ζωντανή. ΝΑΙ! Μια γυναίκα ζωντανή. Μια είδηση καλή μέσα σε τόσο αρνητικές. Μια νέα γυναίκα κάτω από τόνους μπετόν».
«Ουσιαστικά εγώ εκείνη την ημέρα βρέθηκα σε ένα κενοτάφιο. 39 άνθρωποι σκοτωθήκαν εκείνη την ημέρα».
Η Λένα Λιάγκουρα, η διασωθείσα της Ρικομέξ διηγείται και συγκλονίζει αποκλειστικά στο LIVE NEWS.
«Ήμουν πάνω στον νεκρό συνεργάτη μου»
Η εικόνα του κτηρίου να καταρρέει σαν τραπουλόχαρτο στο Χατάι της Τουρκίας θα τη γυρίσει πίσω στις 7 Σεπτεμβρίου του 1999. Όταν τρία λεπτά πριν από τις τρεις το μεσημέρι ο φονικότερος σεισμός των τελευταίων 50 ετών, ο εγκέλαδος των 5,9 ρίχτερ θα πλήξει την Αθήνα.
Από εδώ που βρισκόμαστε οι άνθρωποι φαίνονται σαν μυρμήγκια. Είναι αδιανόητο ότι οι άνθρωποι αυτοί θα τα βάλουν με αυτούς τους τόνους μπετόν.
Κι όμως αυτό το εξαώροφο κτήριο της Ρικομέξ από μπετόν κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος.
Τώρα αυτό που θα δείτε στους δέκτες σας είναι η οροφή. Είναι το υπόλοιπο κομμάτι του εργοστασίου το οποίο βρίσκεται κάτω από τα πόδια της ομάδας διάσωσης.
Η Λένα Λιάγκουρα, όπως και δεκάδες άλλοι άνθρωποι, έμειναν για ώρες εγκλωβισμένοι κάτω από αυτούς τους τόνους τσιμέντο. Ήταν η ημέρα μάλιστα που επισκεπτόταν το εργοστάσιο για πρώτη φορά στη ζωή της.
«Μπήκα κάτω από ένα τραπέζι από ένστικτο. ο σεισμός έριξε το κτήριο αμέσως πριν καταλάβω τι μου συμβαίνει».
Μέσα σε 15 δευτερόλεπτα, άπαντες είχαν καταπλακωθεί κάτω από τα συντρίμμια.
Ούτε δέκα λεπτά δεν μπορεί να αντέξει κάποιος εγκλωβισμένος.
Η Λένα όμως παρέμεινε εγκλωβισμένη για 6 και πλέον ώρες πάνω από το άψυχο σώμα ενός άλλου εργαζομένου.
Έξι ώρες ακίνητη, εγκλωβισμένη. Τραυματισμένη σοβαρά και πάνω σε έναν πεθαμένο συνεργάτη μου. Ήταν και το αποκορύφωμα του δράματος που βίωσα.
Δυστυχώς είναι νεκρός. Είναι νεκρός. Αυτή η τραγική εικόνα των ανθρώπων μέσα σε σακούλες.
Ο θάνατος του ήταν ακαριαίος. Τον βίωσα απόλυτα απλά κλείδωσα στο μυαλό μου ότι είναι απλώς αναίσθητος. Δεν μπορούσα να αντέξω στην ιδέα ότι ήμουν πάνω σε πεθαμένο άνθρωπο.
Είχε κλειδώσει, είχε παγώσει. Το ένστικτο της επιβίωσης δεν την άφηνε να λυγίσει. Έπρεπε να ζήσει. Ούρλιαζε για βοήθεια όπως και δεκάδες άλλοι μέσα στα χαλάσματα.
Πάνω ήρθαν δύο πλάκες και από τους κάτω ορόφους ακούγονταν οι φωνές των ανθρώπων που ήτο παγιδευμένοι.
Μας έχουν ζητήσει να κάνουμε ησυχία. Σταματούν και αρχίζουν. Σταματάνε όσο χρειάζεται για να ακούσουν κάποιον θόρυβο.
«Ζητάγαμε βοήθεια. Όση δύναμη και να μου έμενε γιατί κάποια στιγμή με άφησαν και εμένα οι δυνάμεις μου».
«Άρπαξα την μπότα του διασώστη μου»
Μετά από 4 ώρες απόλυτης απόγνωσης και απελπισίας μέσα στην απόλυτη σιωπή και το απόλυτο σκοτάδι είδε την πρώτη χαραμάδα ελπίδας, την οποία άρπαξε κυριολεκτικά από το χέρι.
«Ήθελα να ζήσω. Και είχα τη δύναμη να ζήσω. Έπιασα με το δάχτυλο μου την μπότα του διασώστη μου σε μια προσπάθεια να μην τον αφήσω να φύγει».
Και ο διασώστης δεν έφυγε. Πάλεψε, έσκαψε πόντο – πόντο και μετά από δύο ώρες την έβγαλε ζωντανή από την κόλαση.
Όταν ήρθε ο διασώστης να μου δώσει νερό, δεν μπόρεσα να το καταπιώ, δεν είχα ανάγκη να πιώ νερό είχα ανάγκη να ζήσω.
Οι διασώστες συνεχίζουν με φτυάρια τσάπες και σφυριά προσπαθούν να απεγκλωβίσουν κι άλλους. Διασωστικά σκυλιά αναζητούν τυχόν επιζώντες ακόμη και 33 ώρες μετά τον φονικό σεισμό.
Ο εφιάλτης του που κράτησε περισσότερο από 33 ώρες έχει τελειώσει. Ο Ανδρέας Μάρκου μεταφέρεται από τους γιατρούς του ΕΚΑΒ στο Γενικό Κρατικό Αθηνών.
Οι ζωές κρέμονταν από μια κλωστή.
Ένας άνθρωπος τον έσωσε μια καρέκλα. Την ώρα του σεισμού έπεσε από την καρέκλα, έπεσε πάνω του και έτσι δεν έπεσαν πάνω του τα συντρίμμια.
39 πάλεψαν αλλά δεν τα κατάφεραν. Άφησαν την τελευταία τους πνοή μόνοι, αβοήθητοι και εγκλωβισμένοι στο απόλυτο σκοτάδι.
«Οι μνήμες δεν σβήνουν ποτέ. Θέλω φως, θέλω φωνές, θέλω ομιλίες. Δεν μπορώ να κοιμηθώ στο σκοτάδι και σε ησυχία. Θέλω να νιώθω ζωντανή».
Νοσηλεύτηκε σχεδόν για έναν μήνα και περπάτησε μετά από οχτώ μήνες. Η ζωή της μετά από εκείνη τη μέρα άλλαξε για πάντα. 24 χρόνια μετά, η Λένα Λιάγκουρα και ο διασώστης της, Αχιλλέας Τζουβάρας, παραμένουν καρδιακοί φίλοι. Περνούν τις γιορτές μαζί, βρίσκονται τακτικά με τα όλα όσα έζησαν εκείνο το μοιραίο μεσημέρι να μένουν ανεξίτηλα στο μυαλό τους.
Η Λένα Λιάκουρα στο LIVE NEWS
«Αυτά που ζουν αυτοί οι άνθρωποι είναι πέρα από κάθε φαντασία και κακό εφιάλτη, και δεν πρέπει να συμβαίνουν σε κανέναν. Ο θάνατος του συνεργάτη μου ήταν η σωτηρία η δική μου διότι με προστάτεψε με το κεφάλι του. Προσπαθώ και εγώ να προχωρώ γιατί δεν ήταν εύκολο», είπε αρχικά και συνέχισες:
«Εγώ ήμουν πολύ τραυματισμένη, ήμουν χτυπημένη στη λεκάνη. Άκουγα τους ανθρώπους που ούρλιαζαν από τον πόνο. Δεν έχουν σβλήσει οι μνήμες από εκείνη την περίοδο και έκανα ψυχοθεραπεία και τα κατάφερα. Είναι πολύ δύσκολες οι επόμενες μέρες, η διαφρομή μετά. Αυτό που δεν αντέχω είναι το σκοτάδι και η ησυχία το βράδυ, πρέπει να έχω φως. Όταν άκουσα την φωνή του διασώστη μου, πήρα περισσότερο θάρρος εκέι αν και πίστευα από την αρχή πως θα επεγκλωβιστώ.