Την ανώτατη ποινή που προβλέπει ο νόμος, δύο χρόνια φυλάκιση με τριετή αναστολή, επέβαλε το Ειδικό Δικαστήριο στον πρώην υπουργό Νίκο Παππά, ενώ στον Χρήστο Καλογρίτσα επιβλήθηκε χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων ευρώ απορρίπτωντας το αίτημα των συνηγόρων του για την αναγνώριση ελαφρυντικών.
Ο εισαγγελέας του Ειδικού Δικαστηρίου, Δημήτρης Ασπρογέρακας, ζήτησε να σταλούν στον εισαγγελέα τα πρακτικά με την κατάθεση της γραμματέως του Χρήστου Καλογρίτσα, Ευθαλίας Διαμαντή, που είχε καταθέσει ότι «φάκελοι και τσάντες έφευγαν από το γραφείο Καλογρίτσα για το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ».
Oμόφωνα το Δικαστήριο διαβίβασε στον εισαγγελέα την κατάθεση της γραμματέως Καλογρίτσα για περαιτέρω έρευνα. Αμέσως μετά, η πρόεδρος του Ειδικού Δικαστηρίου, Ιωάννα Κλάππα, κήρυξε το τέλος των συνεδριάσεων του πέμπτου κατά σειρά του Ειδικού Δικαστηρίου ευχαριστώντας όλους τους παράγοντες για τη συμβολή τους στη διαδικασία.
Δεν αιτήθηκε ελαφρυντικών
Νωρίτερα, ο Νίκος Παππάς μέσω των συνηγόρων του δήλωσε δεν αιτήθηκε ελαφρυντικών γιατί δεν νιώθει ένοχος. «Η υπεράσπιση του Νίκου Παππά δεν ζητεί αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων. Κι αυτό, γιατί η υποβολή του αιτήματος σημαίνει έμμεση αναγνώριση της νομικής και ουσιαστικής ορθότητας της καταδικαστικής απόφασης και συνακολούθως της ενοχής του αιτούντος ελαφρυντικά.
»Ο Νίκος Παππάς δεν είναι και δε νιώθει ένοχος για παράβαση καθήκοντος, αλλά τουναντίον ακράδαντα πιστεύω ότι έπραξε στο ακέραιο το καθήκον του προς όφελος του Ελληνικού Δημοσίου και της ελεύθερης ενημέρωσης των πολιτών».
Τα ελαφρυντικά του συννόμου βίου, των μη ταπεινών αιτιών, αλλά και την αναγνώριση της συνδρομής του στην υπόθεση ζήτησε ο Χρήστος Καλογρίτσας.
Εκδικητική δίωξη
«Δυστυχώς, σήμερα ομόφωνα τα μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου αποφάσισαν να περιβάλουν με τη δεσμευτικότητα δικαστικής απόφασης την εκδικητική δίωξη του Νίκου Παππά από τους πολιτικούς αντιπάλους του», είπε ο συνήγορος του Νίκου Παππά, Γιάννης Μαντζουράνης μετά την ανακοίνωση της απόφασης του ειδικού δικαστηρίου.
Αναλυτικά η δήλωση του κ. Μαντζουράνη:
«Εδώ και τώρα επιβάλλονται δύο σχόλια:
Πρώτον, όταν η πολιτική εισέρχεται στην αίθουσα του δικαστηρίου, τότε η δικαιοσύνη εξέρχεται.
Και δεύτερον, ο σεβασμός στη Δικαιοσύνη δεν επιβάλλεται. Κερδίζεται, όταν οι λειτουργοί της έχουν το σθένος να κρίνουν μόνο με βάση το Σύνταγμα, το νόμο και τη συνείδησή τους και κυρίως όταν δεν συμβιβάζονται παρά μόνο με την αλήθεια.
Καμία απόφαση δικαστηρίου δεν αυτοδικαιώνεται. Μόνο ο δημόσιος έλεγχος της αιτιολογίας της επιτρέπει τη διακρίβωση της ορθότητας ή μη αυτής και μπορεί να προσφέρει σε οποιαδήποτε δικαστική απόφαση εκτός από δεσμευτικότητα και πειστικότητα και συνακόλουθα τον σεβασμό των πολιτών.
Μετά από όλα αυτά η Προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν είναι απλά δεδομένη, αλλά και απολύτως αναγκαία».