«Κρίση πανικού όπου με πιάνουν κάποιες φορές. Όταν ένιωσα φωτιά και μέσα στο βαγόνι λέω θα εκραγούμε εδώ μέσα».
Είναι όλα όσα έζησε και θυμάται από το φρικαλέο βράδυ της σύγκρουσης. Η νεαρή φοιτήτρια, Αγνή Τιτέλη, θα έκλεινε εισιτήριο στο δεύτερο βαγόνι αλλά ο φίλος της ήταν εκείνος που την παρότρυνε να πάει τελικά στο τελευταίο.
«Έχει περισσότερες κενές θέσεις» θα της πει. Μια φαινομενικά ανούσια συζήτηση που έμελλε όμως να γίνει καθοριστική για την επιβίωσή της.
«Επενέβη το αγόρι μου και μου λέει ‘οι πίσω θέσεις είναι άδειες. Κάτσε πίσω’. Όχι είναι πιο άνετες. Οπότε κατέληξα να κάθομαι στο 7ο βαγόνι. Για καλή μου τύχη. Πού να το ήξερα ότι είναι για καλή μου τύχη».
Αυτή είναι Αγνή το βράδυ της Τρίτης λίγα λεπτά αφότου πούλμαν τη μετέφερε σώα και αβλαβή στη Θεσσαλονίκη από το σημείο του πολύνεκρου δυστυχήματος.
«Δόξα τω Θεώ ήμουν στο τελευταίο. Δεν μπορώ να πω κάτι άλλο. Δεν έχω δει τίποτα. Ξέρω ότι απλά συγκρούστηκαν δύο τρένα».
Σοκαρισμένη ακόμη δεν έχει συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί. Γνώριζε ότι υπήρξε σύγκρουση, ότι είδε φωτιά αλλά δεν είχε αντιληφθεί πως οι φωνές και τα ουρλιαχτά που άκουγε ήταν άνθρωποι που καίγονταν. Έφυγε με άλλους πέντε επιβάτες μέσα από ένα τούνελ κι ύστερα το απόλυτο σκοτάδι.
«Είχε καπνούς. Εγώ έφυγα μέσα από τούνελ για να βγω σε έναν δρόμο. Σκαρφαλώσαμε πάνω σε βράχια».
Σήμερα, μία εβδομάδα μετά, μιλά στο LIVE NEWS και περιγράφει όλα όσα έζησε την νύχτα που άλλαξε μια για πάντα τη ζωή της.
« Ήταν έντονο τράνταγμα. Έπεσαν πράγματα. Έπεσαν άνθρωποι. Εγώ πήγαινα πέρα δώθε. Υπήρχαν κλάματα. Φωνές. Κι εγώ έκλαιγα. Ένιωσα ότι πέφτει το βαγόνι».
Σαν φυλαχτό κρατούσε το κινητό της τηλέφωνο. Με αυτό κατάφερε και ειδοποίησε τον πατέρα της ότι το τρένο τους τυλίχτηκε στις φλόγες και τρέχει να σωθεί.
«Το είχα αγκαλιά το κινητό. Άμα γίνει κάτι να πάρω τηλέφωνο. Πήρα τον μπαμπά ‘το τρένο έχει εκτροχιαστεί. Έχει πάρει φωτιά’. Δεν ξέρω πού είμαι. Στην αρχή τον έκλεισα. Άκουσα μια τσιρίδα και το έκλεισα. Άκουγα φωνές. Τσιρίδες ανθρώπων που πονούσαν. Φώναζαν ‘καίγομαι’».
Αυτές τις σπαραχτικές φωνές τις ακούει κάθε βράδυ. Κοιμάται πλέον αγκαλιά με τη μητέρα της και δεν μπορεί να μείνει λεπτό μόνη της.
«Όλοι την ημέρα είναι άνθρωποι μαζί μου και τώρα το βράδυ κοιμάται η μαμά μαζί μου».
«Είδα τον θάνατό μου»
Σε μια στιγμή έσβησαν τα πάντα. Τρίτο βαγόνι, θέση 41. Εκεί καθόταν ο Θοδωρής Κατσιούλης, ένας ακόμη επιβάτης της Hellenic Train. Σήμερα λέει στο LIVE NEWS πως είδε τον θάνατο να περνά μπροστά στα μάτια του.
«Εγώ γύρισα να πάρω το κινητό και βρέθηκα απέναντι σε δύο καρέκλες. Έχασα στις αισθήσεις μου, έπεσα κάτω. Κοίταξα είδα μια μαυρίλα, καπνός παντού. Πέρασαν δύο κοπέλες από πάνω μου για να βγουν έξω».
Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι και τους πυκνούς καπνούς, ο Θοδωρής έπρεπε να σηκωθεί και να παλέψει για τη ζωή του, με τον κόσμο γύρω του να ουρλιάζει για βοήθεια.
«Φωτιά – φωτιά εγκλωβιστήκαμε. Φωτιά. Έτσι όπως ήμουν κάτω είπα θα πεθάνω. Πώς θα βγω από εκεί μέσα; Άρχισα να κάνω την προσευχή μου και είδα έναν νεαρό. Έσπασε το τζάμι και δεν έφυγε, γύρισε πίσω».
Κι αυτός ο νεαρός φοιτητής άρχισε να απεγκλωβίζει κόσμο. Να σώζει ζωές. Ένας ένας οι επιβάτες άρχιζαν να πηδούν από το φλεγόμενο τρένο μέσα από το σπασμένο τζάμι. Ο κύριος Θοδωρής θα αφήσει τη σειρά του για μια μητέρα που είχε στην αγκαλιά της τα ανήλικα παιδιά της.
«Βγήκε το κοριτσάκι και πήδηξε και μετά έφυγα κι εγώ. Πήδηξε και η μάνα και πήδηξαν και τα άλλα».
Το βαγόνι του βρισκόταν στο κενό. Ήταν τέτοια η κόλαση πίσω τους με την πύρινη λαίλαπα να τους απειλεί, που δεν υπήρχαν περιθώρια να σκεφτούν το ύψος.
«Ήταν έτσι κομμένο και ήταν και ψηλά. Και λέω κάτσε να πιαστώ από σίδερο. Και πάτησε σε σίδερο. Και τελικά ήταν η μηχανή του άλλου, του εμπορικού».
«Η κόρη μου είχε τρύπα στον πνεύμονα»
Είναι η 19χρονη Βασιλική Οικονομάκη μέσα από το νοσοκομείο που νοσηλεύεται. Έχει κατάγματα και εγκαύματα αλλά το σοβαρότερο είναι, όπως λέει ο πατέρας της, το τραύμα στον πνεύμονα.
«Έχει κάτι κατάγματα, αυτά θα φτιάξουν πιο ύστερα. Το περισσότερο ήταν που είχε τρύπα στον πνεύμονα».
Ζει από θαύμα. Ζει γιατί το βαγόνι της άνοιξε στη μέση και βρήκε τρύπα να κρυφτεί όταν όλα γύρω της κατέρρεαν.
«Βρήκε μια τρύπα από κάτω. Είχε ανοίξει το τρένο από κάτω και βγήκανε. Καθόντουσαν στο μπαρ. Με το μπαμ που έγινε, φύγανε τα πλαϊνά ήρθανε πάνω του του κοριτσιού. Αυτή κάνει μια έτσι φωνάζει: ‘Στέλιο, Στέλιο’ ένα παιδί που ήταν μαζί, αυτός ήταν δίπλα και λέει ‘εδώ είμαστε’ και είχε ανοίξει το έδαφος. Τώρα από την ρόδα δίπλα, από τις τουαλέτες; Δεν ξέρω, είχε ανοίξει και φύγανε από κάτω, σύρθηκαν και φύγανε δεν πηδήξανε από τα παράθυρα».
Ο πατέρας αυτός λίγα λεπτά μετά θα λάβει μια κλήση στο κινητό του ακούγοντας μονάχα δύο λέξεις, «μπαμπά καιγόμαστε».