«Όλεθρος. Πώς μπορεί να έγινε ένα τέτοιο δυστύχημα. Πώς μπορεί το τρένο να έγινε έτσι».
Η Ντία Παυλικιανή είναι διασώστρια και ένας από τους ανθρώπους που έφτασαν πρώτοι στο σημείο της τραγωδίας στα Τέμπη. Μια ατμόσφαιρα αποπνικτική και ένα τοπίο απόκοσμο. Η περιγραφή της στο LIVE NEWS συγκλονίζει.
«Αφού κάναμε κάτοψη. Απόκοσμη νύχτα, απόκοσμη σιωπή. Παντού συντρίμμια, πεταμένα προσωπικά αντικείμενα. Λαμαρίνες πεταμένες σαν χαρτάκια. Βαγόνι 2 που δεν υπήρχε, ήταν μόνο βίδες, καταπλακωμένο από το βαγόνι 3. Παντού να μυρίζει καμένο σίδερο και καμένη σάρκα».
«Δεν σκέφτεσαι, δεν αισθάνεσαι»
«Μόλις φτάσαμε, μύριζε παντού καμένο και θάνατος». Αυτά θυμάται από το μοιραίο εκείνο βράδυ της Τρίτης. «Πάγωσε» μέσα της μόλις αντιλήφθηκε την φρικαλεότητα του δυστυχήματος.
«Συναντήσαμε εικόνες που δε θέλω να θυμάμαι. Κι εύχομαι σε κανέναν να μην τις δει, Μιλάμε για κομμάτια βιολογικού υλικού καμένα. Κομμάτια. Τίποτα από αυτά δε θύμιζε ότι ανήκουν σε άνθρωπο».
Η ίδια μαζί με άλλους διασώστες κατέβηκαν με σκοινιά που είχαν δέσει στις μπάρες τις εθνικής.
«Δενόμαστε με σκοινιά από τις μπάρες της Εθνικής και κατεβαίνουμε με σκοινιά στο ποτάμι».
Στην αρχή, η ομάδα της είχε αναλάβει να βρει προσωπικά αντικείμενα που να μαρτυρούν την ταυτότητα των επιβατών, δηλαδή να βρουν το ποιους ανθρώπους ψάχνουν μέσα στα συντρίμμια.
«Πήγαμε να κάνουμε έρευνα για προσωπικά αντικείμενα, πορτοφόλια, κινητά, να βρούμε την ταυτότητα των ανθρώπων που ήταν επιβάτες τρένου».
Αντί αυτών όμως, είδαν αυτό που εύχονταν να μην αντικρύσουν Η Ντία Παυλικιανή εξηγεί στο LIVE NEWS πως στην πολυετή καριέρα της ήταν η δυσκολότερη αποστολή που κλήθηκε να βγάλει εις πέρας.
«Αποστασιοποίηση. Είσαι μηχάνημα και λες κνήμη, ό,τι βρίσκεις το τοποθετείς σε σακούλα και το δίνεις. Δεν σκέφτεσαι, δεν αισθάνεσαι. Δεν είσαι καν άνθρωπος, είσαι ένα ρομπότ».
«Είδαμε ξαφνικά παντού φωτιά»
«Ξαφνικά, ένας μεγάλος θόρυβος και να φεύγουμε μπροστά στα καθίσματα. Είδαμε ξαφνικά φωτιά από τη δεξιά πλευρά. Εγώ έπαθα κρίση πανικού».
Η αμηχανία της πρόδηλη κάθε φορά που ανακαλεί στην μνήμη της τα όσα έζησε. Η 20χρονη Γιώτα Θανασάκη ήταν μία από τους επιβάτες της μοιραίας αμαξοστοιχίας. Οι μνήμες της ακόμη θολές περιγράφοντας στο LIVE NEWS τον πυκνό καπνό που είχε σκεπάσει τα πάντα αλλά και τις φωνές που άκουγε.
«Θυμάμαι έντονα να λένε ‘σπάστε τα παράθυρα’».
Η αδρεναλίνη στο «κόκκινο», κοιτούσε πώς θα βγει ζωντανή από το φλεγόμενο τρένο. Οι μελανιές στα γόνατα, τις θυμίζουν τις απελπισμένες προσπάθειες να βρει το σακίδιό της για να επικοινωνήσει με τους δικούς της.
«Το σακίδιο το βρήκα πεταμένο στον διάδρομο με σκουπίδια και αίματα. Εκείνη την ώρα πονούσα και νόμιζα ότι είχα σπάσει τα δόντια».
«Έσπασαν τα δόντια μου»
«Όλο το σώμα με πονάει. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Δεν μπορείς να φανταστείς. Δεν περνάει ακόμα αυτό το σοκ».
Σπασμένα πλευρά, κατάγματα και σπασμένα δόντια. Αυτά άφησε στην 50χρονη γυναίκα η μετωπική σύγκρουση, με την ίδια να λέει πως η ταραχή και το σοκ που βίωσε είναι ακόμα μεγαλύτερη.
«Και έρχεται ένα ταρακούνημα, ένα μπαμ, σαν βόμβα, σαν να έριξε βόμβα εκεί μέσα. Και σπάσαν όλα. Τα πάντα. Έσπασα τα δόντια μου που δεν μου τα έχουνε γράψει στο νοσοκομείο».
«Αν η σύγκρουση γινόταν 7 λεπτά πριν, εγώ θα ήμουν στάχτη» θα πει και συγκλονίζει. Και αυτό γιατί μόλις είχε επιστρέψει στη θέση της από το βαγόνι που στεγάζοταν το κυλικείο.
«Και πάω εκεί στο κυλικείο και βλέπω… λέω, έχει ωραία βαγόνια εδώ, λέω. Δεν κάθομαι και εγώ εδώ. Δεν έκατσα, ναι, γιατί λέω τι θέλω εγώ εδώ μέσα. Ήταν όλοι στην ηλικία του παιδιού μου όλοι αυτοί. Γύρισα πάλι στο βαγόνι μου. Ούτε 5 λεπτά. Έκατσα κάτω. Μέσα σε 7 λεπτά θα γινόμουνα και εγώ στάχτη».
Η 50χρονη Άλμα είχε ταξιδέψει μέχρι την Αθήνα για την κηδεία της θείας της και από τύχη, όπως λέει η ίδια, κατάφερε να βγει ζωντανή από το τρένο του θανάτου.