Η τραγουδίστρια, Στέλλα Κονιτοπούλου και ο καθηγητής Ψυχιατρικής στο ΑΠΘ, Κωνσταντίνος Φουντουλάκης μίλησαν στο «Όλα για τη Ζωή μας» και στον Μιχάλη Κεφαλογιάννη για την κατάθλιψη και πώς αντιμετωπίζεται.
Όσο περνούν τα χρόνια, αυξάνονται και οι αφορμές που μπορεί να οδηγήσουν έναν άνθρωπο στην κατάθλιψη.
Αν και οι επιστήμονες λένε ότι η κατάθλιψη έχει τόσο χαρακτηριστικά συμπτώματα που θα σε οδηγήσει στον γιατρό, φαίνεται ότι ένα σημαντικό ποσοστό ανθρώπων ζει με ήπια κατάθλιψη χωρίς να ζητάει βοήθεια.
Η Στέλλα Κονιτοπούλου μίλησε στον Μιχάλη Κεφαλογιάννη πώς αντιμετώπισε η ίδια την κατάθλιψη που πέρασε στον παρελθόν.
Στην αρχή ανέφερε η τραγουδοποιός ότι δεν το είχε καταλάβει και ο περίγυρός ήταν ο πρώτος που το αντιλήφθηκε.
«Εγώ είχα μία υπερβολική κόπωση κι ήθελα να είμαι συνέχεια ξαπλωμένη στο κρεββάτι και δεν ξεκουραζόμουν ποτέ. Είχα αϋπνίες, όμως γενικότερα είχε αλλάξει όλη μου η ζωή. Οι δικοί μου άνθρωποι το παρατήρησαν, ο σύζυγος και η κόρη μου. Και για εμένα ήταν κάτι καινούργιο και δεν μπορούσα να κάνω διάγνωση η ίδια στον εαυτό μου», είπε αρχικά.
«Στην αρχή για τρεις μήνες δεν ήθελα καθόλου να βγω έξω»
Και συμπλήρωσε σχετικά στο πόσο είχε αλλάξει η ζωή της: «Είχα περιορίσει τα πάντα. Στην αρχή για τρεις μήνες δεν ήθελα καθόλου να βγω έξω, δεν είχα καθόλου σκέψη για τα ωραία πράγματα που αφορούν εμάς τις γυναίκες, δηλαδή να βγω για ένα καφέ με τις φίλες μου, να πάω για ψώνια. Δεν ήθελα τίποτα από αυτά και δεν είχα και καμία διάθεση για αυτά».
«Σκεφτόμουν ότι δεν είχα καμία αξία»
Σε ερώτηση αν πέρναγαν από το μυαλό της και περίεργες σκέψεις απάντησε: «Μόνο αρνητικές σκέψεις. Δηλαδή σκεφτόμουν ότι δεν είχα καμία αξία, ότι είμαι ένα τίποτα».
Στην συνέχεια η τραγουδίστρια ανέφερε τι «πυροδότησε» την κατάθλιψη που βίωσε.
«Νομίζω όχι μόνο από την δουλειά. Στην πορεία κατάλαβα, επειδή εκείνο το διάστημα, εκτός ότι σταμάτησαν οι δισκογραφικές και έμεινα μετέωρη, είχα και το πατέρα μου. Ο πατέρας έπασχε από καρκίνο κι εγώ είχα αναλάβει όλο αυτό. Σήκωσα περισσότερα βάρη από όσα άντεχα».
Στο επίπεδο της αντιμετώπισης της κατάθλιψης σημείωσε ότι ήταν τυχερή, καθώς η οικογένειά της ήταν δίπλα της και την συνόδευσαν στις συνεδρίες με τον γιατρό, ώστε να ξέρουν πώς πρέπει να της συμπεριφέρονται.
Ο Κωνσταντίνος Φουντουλάκης, καθηγητής Ψυχιατρικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ήταν καλεσμένος του Μιχάλη Κεφαλογιάννη και μίλησε για την κατάθλιψη και πώς αντιμετωπίζεται.
Άλλο άγχος κι άλλο κατάθλιψη
Υπάρχει κόσμος που λέει ότι έχει κατάθλιψη και εννοεί το καθημερινό στρες και άγχος.
Ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού, περίπου υπολογίζεται στο 10 – 20% έχει έντονο στρες και το μεταφράζει ως κατάθλιψη, ενώ δεν είναι.
Αν το 20% του πληθυσμού βιώνει έντονο στρες, τότε η κατάθλιψη παρουσιάζεται στο 3 – 4%, δηλαδή ένας στους 5 με 6 ανθρώπους που αντιστοιχεί αριθμητικά περίπου σε 500 χιλιάδες άτομα.
Μάλιστα ο καθηγητής εκτίμησε ανεπίσημα ότι αντικαταθλιπτικά μπορεί να παίρνουν πάνω από μισό εκατομμύριο άνθρωποι αυτήν την περίοδο στην Ελλάδα.
Γιατί οι άνθρωποι με κατάθλιψη μένουν αδιάγνωστοι για χρόνια;
Ο καθηγητής επισήμανε ότι η πρόοδος που έχει γίνει δεν είναι αρκετή, γιατί ένα τεράστιο ποσοστό ανθρώπων με κατάθλιψη περιμένει ένα υπερβολικό χρονικό διάστημα μέχρι και χρόνια πριν ζητήσει θεραπεία.
Το μέσο χρονικό διάστημα μέχρι να απευθυνθεί κάποιος άνθρωπος στον ειδικό είναι τα 6 -8 χρόνια.
Ο κ. Φουντουλάκης εξήγησε ότι οι πάσχοντες περιμένουν τόσα χρόνια γιατί δεν είναι απλό να αποδεχθεί ένας άνθρωπος ότι έχει κατάθλιψη.
Επίσης, πολλοί σκέπτονται ότι μετά την θεραπεία θα έχουν αλλάξει και δεν θα είναι πια οι ίδιοι. Σκέψη που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ξεκαθάρισε ο καθηγητής Ψυχιατρικής.
Φίλοι, οικογένεια και συνάδελφοι μας βοηθούν να «βγούμε» από την κατάθλιψη
Αρχικά ο κ. Φουντουλάκης τόνισε ότι κανείς δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον επαγγελματία υγείας.
Στην πορεία ο καθηγητής Ψυχιατρικής ανέφερε ότι η βοήθεια του οικογενειακού και φιλικού κύκλου είναι αναντικατάστατη και εξαιρετικά κρίσιμη.
Κι αυτό συμβαίνει γιατί όταν λαμβάνει κάποιος τη θεραπεία του, για οποιοδήποτε ψυχικό νόσημα, μετά έρχεται η επιστροφή. Η επιστροφή δεν είναι εύκολη για έναν άνθρωπο που είναι μόνος του.
«Κάποιοι άνθρωποι μαθαίνουν να ”ξαναπερπατούν” την ζωή, μετά την θεραπεία», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Φουντουλάκης.
Αλήθειες και μύθοι για τα αντικαταθλιπτικά
Πρώτον, τα αντικαταθλιπτικά δεν προκαλούν ούτε εξάρτηση ούτε εθισμό.
Αυτό που μπορεί να συμβεί, σύμφωνα με τον ειδικό, είναι το σύνδρομο της απόσυρσης, δηλαδή όταν διακοπεί η αγωγή για δύο με τέσσερις ημέρες να νιώσει κάποιος κάτι που μοιάζει με γρίπη.
Δεν υπάρχει η τάση να το ξαναρχίσει ο θεραπευόμενος, δεν είναι σαν το αλκοόλ.
Το δεύτερο είναι, όπως – δυστυχώς- υπάρχουν νόσοι, για παράδειγμα ο σακχαρώδεις διαβήτης που θα παίρνει ο διαβητικός πάντα ινσουλίνη, έτσι υπάρχουν και καταθλίψεις που θέλουν θεραπεία εφόρου ζωής.
Είναι μία κατάσταση που ισχύει για όλες τις νόσους. Ωστόσο, είναι δύσκολο να το σκεφτεί κατ΄αυτόν τον τρόπο ο μέσος άνθρωπος γιατί «ακουμπάει» τον πυρήνα της ύπαρξής του οι ψυχολογικές καταστάσεις.
Κατάθλιψη είναι, θα περάσει;
Σύμφωνα με τα ποσοστά το 1/3 των ασθενών θα γίνει πολύ γρήγορα και εύκολα καλά, το 1/3 των ασθενών θα έχει κάποια «υπολείμματα» και υπάρχει και περίπου το 1/3 που θα έχει μία χρόνια κατάθλιψη που θα έρχεται και θα φεύγει, θα μένει σε σοβαρά επίπεδα και θα έχει δυσλειτουργίες στην καθημερινότητα.
Ψυχοθεραπεία ή φάρμακα για την κατάθλιψη;
Η ψυχοθεραπεία δεν είναι σημαντικότερη από τα φάρμακα, αλλά είναι εξαιρετικά σημαντική.
Το θέμα με την ψυχοθεραπεία σήμερα είναι ότι δεν γίνεται πάντα ή δυστυχώς στην πλειοψηφία των περιπτώσεων από ανθρώπους που ξέρουν να την ασκούν.
Αυτό είναι πολύ σοβαρό, καθώς υπάρχουν χιλιάδες «ψυχοθεραπευτές» στην χώρα που δεν έχουν επάρκεια με βάση αυτά που αναγνωρίζονται διεθνώς ως επάρκεια στην ψυχοθεραπευτική για να βλέπουν ασθενείς.
Και υπογράμμισε ο κ. Φουντουλάκης ότι η ψυχοθεραπεία είναι μία πολύ προσωπική σχέση του ασθενούς με τον θεραπευτή και χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή στην επιλογή του θεραπευτή.
Επιπλέον η ψυχοθεραπεία μπαίνει δύσκολα σε καλούπια προδιαγραφών.
Ενώ σχετικά με τα φάρμακα, ο καθηγητής Ψυχιατρικής ξεκαθάρισε ότι είναι απολύτως αποδεδειγμένο ότι δρουν.
Έχουν ελεγχθεί απέναντι σε εικονικό φάρμακο, το λεγόμενο placebo, και τα φάρμακα έχουν το πλεονέκτημα ότι δεν έχει σημασία ποιος θα στο συνταγογραφήσει.
Όλη η δραστηριότητα, σωματική και κοινωνική, αποτελεί μέρος θεραπείας της κατάθλιψης.
Θα πρέπει όμως να τονιστεί να μην αντιμετωπίζονται αυτές οι δραστηριότητες ως πλήρεις εναλλακτικές θεραπείες, γιατί δεν είναι.
Όταν κάποιος κάνει «mainstream» θεραπεία, δηλαδή λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή και κάνει ψυχοθεραπεία, από εκεί και πέρα «είναι απολύτως και πολύ θετικό το να μπαίνει σε δραστηριότητες και μάλιστα, επιβάλλεται», σχολίασε ο καθηγητής Ψυχιατρικής.
Η βελτίωση, κατόπιν λήψης θεραπείας, παρουσιάζεται τις πρώτες εβδομάδες.
Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που χρειάζονται δύο και τρεις μήνες.
Τα νεότερα στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης
Η φαρμακοθεραπεία ξεκίνησε με τα αντικαταθλιπτικά, κατόπιν έγινε πέρασμα στους αναστολείς της επαναπρόσληψης σεροτονίνης και πρόσφατα υπάρχει μία καινούργια εξέλιξη που έχει να κάνει με την χρήση ψυχοδιεργετικών.