Όλη η ενέργεια της Γκίσλεϊν Μάξγουελ επικεντρώθηκε στο να εντυπωσιάσει δύο άντρες στην ζωή της, τον Τζέφρι Έπσταιν και τον ίδιο της τον πατέρα.
Και οι δύο άντρες την χρησιμοποιούσαν ως διαμεσολαβήτρια υπάλληλο. Ο πατέρας της για να την επιδεικνύει και ο Έπσταιν για να τον καλύπτει.
Όσοι την γνωρίζουν λένε πως είναι μία γυναίκα δυναμική, έξυπνη, με πολλές γνωριμίες με ανθρώπους σε θέσεις «κλειδιά».
Επιθυμούσε την επωνυμία σε έναν κύκλο που ήταν μέλος της. Επικαλούμενη μία δύσκολη παιδική ηλικία, οι δικηγόροι της Μάξγουελ είχαν αναφέρει ότι η συνάντησή της μες τον Έπσταιν «ήταν το μεγαλύτερο λάθος της ζωής της».
Αλλά δεν ήταν το πρώτο.
Ο πατέρας της μεγάλωσε στην απόλυτη φτώχεια καθώς κατά την παιδική του ηλικία μοιραζόταν ένα ζευγάρι παπούτσια με τα έξι αδέλφια του. Ήταν ο μόνος που επιβίωσε του Ολοκαυτώματος.
Ήταν ένας άνθρωπος άγριος, σκληρός που κατέφευγε σε φωνές και εκβιασμούς. Όλοι στο σπίτι τιμωρούνταν σωματικά από τον Μάξγουελ. Τα κορίτσια έτρωγαν χαστούκια και τα αγόρια χτυπήματα με ζώνη.
Η Γκίσλεϊν ήταν το αγαπημένο παιδί του πατέρα της, αλλά ούτε αυτή απέφευγε την οργή του.
Την περίοδο της δίκης, η Γκίσλεϊν γράφτηκε ότι έπαιρνε νεαρά κορίτσια στην έπαυλή τους, προκειμένου να…γνωρίσουν τον μπαμπά της.
Ο Ρόμπερτ Μάξγουελ είχε «λεηλατήσει» τις συντάξεις των εργαζομένων της «Daily Mirror»