Είχαν γίνει ο φόβος και το τρόμος στα νότια προάστια της Αττικής αλλά και στο κέντρο της Αθήνας. Παρείχαν προστασία σε μαγαζιά, εκβίαζαν τους καταστηματάρχες και εάν δε λάμβαναν το ποσό που ζητούσαν, τα αποσπούσαν με τη βία, χτυπώντας ανελέητα αφεντικά και υπαλλήλους και άλλοτε διαλύοντας τις επιχειρήσεις.
Είναι τα φερόμενα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης που εξάρθρωσε η αστυνομία, μετά από πολύμηνη έρευνα, έχοντας συγκεντρώσει αδιάσειστα στοιχεία.
«Δε μου δημιούργησαν πρόβλημα»
Παρόλα αυτά, ήταν τόσος ο τρόμος που διέσπειραν, που τα θύματά τους, ακόμη και τώρα, φοβούνται να μιλήσουν.
«Στο δικό μου κατάστημα δεν είχα τέτοιο πρόβλημα. Εμένα ούτε λεφτά μου ζήτησαν ποτέ, ούτε με τραμπουκίσανε ποτέ. Είχαν έρθει σαν πελάτες, δεν έκανε κανένας μανούρα, ούτε μου ζήτησαν κάτι εμένα. Το ‘χα πει και στην αστυνομία. Τους εξήγησα και τότε, ότι ρε παιδιά πού το ξέρετε εσείς και εγώ δεν το ξέρω; Εγώ δεν έχω δώσει ποτέ χρήματα σε κανέναν. Είμαι οικογενειάρχης, δεν μπαίνω σε αυτήν τη διαδικασία», αναφέρει επιχειρηματίας.
Στην περίπτωση αυτού του επιχειρηματία, τα μέλη της συμμορίας δεν πήγαν μία φορά αλλά δύο, σε ένα βράδυ. Οι αστυνομικοί είναι βέβαιοι ότι πρόκειται για ραντεβού συνεννόησης για την προστασία του καταστήματος, εκείνος όμως αρνείται τα πάντα.
Τους έστελναν στην εντατική
Στις καταγεγραμμένες συνομιλίες που έχουν στη διάθεσή τους οι Αρχές, έχουν διαπιστώσει τα μέλη της συμμορίας να χρησιμοποιούν μεταξύ τους κωδικά ονόματα όπως «ο ψηλός», «ο φουσκωτός» ή «ο καρατέκα».
Σκληροί και αδίστακτοι, έστελναν όσους δε συμμορφώνονταν στις απαιτήσεις τους, στην εντατική.
«Έφθασαν στο κατάστημα εστίασης πέντε άτομα με τέσσερις μηχανές. Είχαν καλυμμένα τα χαρακτηριστικά τους και είχαν φροντίσει να μην αφήσουν αποτυπώματα. Η όλη επίθεση διήρκησε 55 δευτερόλεπτα. Δύο από αυτούς, έμειναν στη πόρτα, κρατώντας τσίλιες και δεν άφηναν κανέναν να πλησιάσει. Οι υπόλοιποι, άρχισαν να ξυλοκοπούν τον ιδιοκτήτη του, αλλεπάλληλα με γροθιές, πετώντας του καρέκλες στο κεφάλι και στα πλευρά, με αποτέλεσμα εκείνος να πέσει αιμόφυρτος στο έδαφος», περιγράφει αυτόπτης μάρτυρας.
Ο τρόπος που δρούσαν οι καλογυμνασμένοι άνδρες, τα φερόμενα μέλη της συμμορίας των εκβιαστών, ήταν χαρακτηριστικός. Έφταναν πάντα στα καταστήματα με στρατιωτικό βηματισμό, ήταν όλοι τους ντυμένοι με μαύρα ρούχα, ενώ φρόντιζαν να αλλοιώνουν τις πινακίδες κυκλοφορίας των αυτοκινήτων που χρησιμοποιούσαν.
«Εννέα άτομα μπήκαν στο κατάστημα, ένας εξ αυτών μίλησε για λίγο με τον ιδιοκτήτη και ξαφνικά ένας άλλος του έριξε μπουνιά με αποτέλεσμα να πέσει κάτω. Οι υπόλοιποι άρχισαν αμέσως να προκαλούν φθορές στο κατάστημα. Πετούσαν σκαμπό στο μπαρ, έσπαγαν μπουκάλια και τζαμαρίες».
«Βγάλτε τον σκασμό, μη σας σπάσω τα μούτρα»
Τα στόματα ωστόσο παραμένουν ερμητικά κλειστά, με τους αστυνομικούς να σημειώνουν ότι τα θύματα συνεχίζουν να ζουν υπό τον φόβο αυτών των ανδρών.
– Είχε γίνει μία φασαρία; Θέλανε τραπέζι και δεν είχες τραπέζι ελεύθερο;
– Ακριβώς. Βγήκαμε έξω απ’ το μαγαζί όλα οκ. Εντάξει. Στεναχωρηθήκαμε λίγο, τσαντιστήκαμε λίγο, αλλά οκ. Τελείωσε, αυτό. Δε με ενόχλησε κάτι. Απ’ ότι κατάλαβα εγώ κάποιο πρόβλημα είχε δημιουργηθεί. Το πρόβλημα όμως δεν είμαι εγώ. Δεν μπορώ να πω κάτι το οποίο δεν ισχύει.
Σε άλλη περίπτωση, ανώνυμα ένα από τα θύματα της συμμορίας είχε επικοινωνήσει με τις Αρχές αναφέροντας χαρακτηριστικά:
«Σήμερα τα ξημερώματα ήμουν στο κατάστημα (…) στη Βουλιαγμένη. Σε κάποια φάση έγινε μία μανούρα, τότε ήρθε ένας φουσκωτός και φώναζε ‘βγάλτε τον σκασμό μη σας σπάσω τα μούτρα’. Ήταν ο μπράβος του μαγαζιού».
Όταν κάποια στιγμή τα μέλη της σπείρας υποψιάστηκαν ότι σύντομα θα συλληφθούν, φέρεται να ανέφεραν σε επικοινωνία τους.
«Δεν ξέρω τι έχουνε, μπορεί να έχουν πέντε πλημμελήματα, δύο ξυλοδαρμούς. Αλλά άμα μας πιάσουνε δέκα νοματαίους μαζεμένους, πάει εγκληματική οργάνωση μπροστά. Με κατάλαβες;».
Οι επτά συλληφθέντες οδηγήθηκαν στον Εισαγγελέα με βαριές κατηφοριές και πήραν προθεσμία να απολογηθούν στον ανακριτή.