H ακτιβίστρια, Ναουάλ Σούφι, ήταν ο πρώτος άνθρωπος που επικοινώνησε με το αλιευτικό που ναυάγησε στην Πύλο λίγη ώρα πριν το μοιραίο δυστύχημα. Μιλά για νεκρούς πάνω στο σκάφος, ανάμεσά τους και ένας 16χρονος, αλλά και τους λόγους που έγινε, σύμφωνα με όσα της είπαν οι επιβαίνοντες.
H Ναουάλ Σούφι, ακτιβίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα, έχει απασχολήσει τις τελευταίες ώρες τη δημοσιότητα, καθώς φαίνεται πως ήταν η πρώτη που ειδοποίησε της Αρχές για το σκάφος που βρισκόταν σε κίνδυνο στα ανοιχτά της Πύλου και τελικά στέρησε τη ζωή σε δεκάδες ανθρώπους.
Η ακτιβίστρια, μέσω μίας προσωπικής ιστοσελίδας που χρησιμοποιεί για τη δράση της στο Facebook, λίγες ώρες μετά το ναυάγιο στην Πύλο, προχώρησε σε ανάρτηση.
Συγκεκριμένα, έγραψε πως οι πρόσφυγες το μόνο που ζητούσαν ήταν να σωθούν οπουδήποτε. Επίσης, τονίζει πως δεν είχαν πρόβλημα να κατέβουν στην Ελλάδα αλλά και πως το δυστύχημα προκλήθηκε καθώς ένα πλοίο είχε πλησιάσει για να τους βοηθήσει και τους πέταγε μπουκάλια με νερό. Τότε προκλήθηκε πανικός που οδήγγησε στο πολύνεκρτο ναυάγιο.
Η ανάρτησή της
«Την ημέρα της 13ης Ιουνίου 2023 δέχτηκα κλήση από ένα σκάφος με 750 άτομα που είχαν φύγει από το Λιβύη, από το Τομπρούκ. Οι άνθρωποι που επέβαιναν ζητούσαν βοήθεια. Αρχικά με κάλεσε μία γυναίκα. Ήταν ένα κορίτσι 20 χρονών από τη Συρία, από την πόλη Νταράα. Ήταν 20 χρονών και παρέμεινε εγκλωβισμένη στο αμπάρι μαζί με άλλα γυναικόπαιδα. Όλες οι κλήσεις που δέχτηκα κατά τη διάρκεια της ημέρας έκαναν λόγο για επείγουσες καταστάσεις πάνω στο σκάφος. Έκαναν λόγο για έξι νεκρούς ανθρώπους στο σκάφος, έξι σορούς, ανάμεσά τους ενός 16χρονου αγοριού και άλλων ανθρώπων που αρρώστησαν», έγραψε.
«Ο άντρας (σ.σ που συνομιλούσα) μου είπε για ένα πλοίο που πλησίασε το σκάφος τους και το έδεσε με δύο σχοινιά. Το ένα σχοινί συνδεόταν με το πάνω μέρος του σκάφους και το άλλο με το μπροστινό. Τη στιγμή που τα σκάφη συνδέθηκαν άρχισαν να τους πετούν μπουκάλια με νερό. Πετούσαν μπουκάλια νερού κάθε πέντε λεπτά κι αυτό προκάλεσε μεγάλο πανικό στο σκάφος και αυτό έφερε το ρίσκο του ναυαγίου εκείνη τη στιγμή. Κινδύνευαν να αναποδογυρίσει το σκάφος, επειδή τους έριχναν μπουκάλια με νερό και επειδή τα σχοινιά ήταν συνδεδεμένα με αυτόν τον τρόπο. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που μίλησα μαζί τους. Μου είπαν ότι απομακρύνθηκαν από το πλοίο, έλεγαν συνέχεια ότι ήταν εμπορικό, αλλά δεν μπόρεσα να το ταυτοποιήσω. Αυτό που μπορώ να πω είναι πως καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας ποτέ δεν εξέφρασαν την επιθυμία να συνεχίσουν μέχρι να φτάσουν την Ιταλία. Αυτό το σκάφος που με καλούσε, οι άνθρωποι που με καλούσαν, δεν είπαν ποτέ ότι δεν θέλουν να πάνε στην Ελλάδα, αντίθετα, παρακαλούσαν, έλεγαν ότι ίσως αυτή είναι η τελευταία τους νύχτα. Συνεχώς παρακαλούσαν και έλεγαν ότι οποιαδήποτε ακτοφυλακή τους έκανε», συνέχισε.