Ενώπιον του εισαγγελέα αναμένεται να εμφανιστεί σήμερα (03/08) στις 16.00 (23:00 ώρα Ελλάδος), ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, μετά τη δίωξη που ασκήθηκε εις βάρος του για προσπάθεια ανατροπής του αποτελέσματος στις εκλογές του 2020.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι εισαγγελείς της Ουάσινγκτον αναμένεται να αναλύσουν τις τέσσερις κατηγορίες συνωμοσίας και παρεμπόδισης και ένας δικαστής θα ορίσει τους όρους εγγύησης στην τελευταία ποινική υπόθεση που αφορά τον πρώην πρόεδρο, εβδομάδες αφότου κατηγορήθηκε ότι έθεσε σε κίνδυνο κυβερνητικά μυστικά.
Προθεσμία για κατάθεση εξηγήσεων
Στην τρίτη εμφάνιση του Τραμπ σε δικαστική αίθουσα ως κατηγορούμενου για ποινικό αδίκημα, η δικαστής Moxila Upadhyaya θα ορίσει ένα χρονοδιάγραμμα για τις προδικαστικές προτάσεις.
Και οι δύο πλευρές είναι πιθανό να καταθέσουν υπομνήματα με τα οποία θα επιδιώκουν να επιλέξουν ποια αποδεικτικά στοιχεία και νομικά επιχειρήματα θα επιτραπούν στη δίκη, η οποία μπορεί να απέχει πολλούς μήνες.
Ο δικηγόρος του πρώην προέδρου, Τζον Λάουρο, χαρακτήρισε το κατηγορητήριο «επίθεση κατά της ελευθερίας του λόγου και της πολιτικής συνηγορίας», υπονοώντας ότι τα ψέματα του Τραμπ περί εκλογικής απάτης προστατεύονται από το συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης.
Ακόμη, ο δικηγόρος Τζον Λάουρο δήλωσε στο CNN ότι το κατηγορητήριο ήταν «μια προσπάθεια όχι μόνο για να ποινικοποιηθεί, αλλά και για να λογοκριθεί η ελευθερία του λόγου».
Φαβορί των Ρεπουμπλικάνων παρά τις τρεις διώξεις
Παρά τις κατηγορίες και την προοπτική περισσότερων, για την υποτιθέμενη υπονόμευση των εκλογών στη Γεωργία, ο Τραμπ προηγείται στις δημοσκοπήσεις που διεξάγονται στο περιθώριο της διεκδίκησης του χρίσματος των Ρεπουμπλικανών με περισσότερες από 30 μονάδες. Αυτήν την στιγμή δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να εμποδίσει τους κατηγορούμενους για ποινικά αδικήματα να κάνουν προεκλογική εκστρατεία ή να αναλάβουν αξιώματα ακόμη και εάν καταδικαστούν.
Ακόμη, οι αναλυτές δηλώνουν ότι ενώ οι κατηγορίες θα μπορούσαν να βοηθήσουν τον Τραμπ να κερδίσει το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών, θα μπορούσαν να αποδειχθούν λιγότερο χρήσιμες στις εκλογές του επόμενου έτους, όταν θα πρέπει να κερδίσει μετριοπαθείς και ανεξάρτητους ψηφοφόρους.