Στους 96 έχει φτάσει ο αριθμός των νεκρών από την φονική πυρκαγιά στο νησί Μάουι της Χαβάης και οι αρχές έχουν καταφέρει να αναγνωρίσουν μόνο δύο από τα θύματα.
Οι εικόνες της Λαχάϊνα του πριν και πώς έγινε μετά σφίγγουν το στομάχι.
Οι αεροφωτογραφίες αποκαλύπτουν το μέγεθος της καταστροφής ο άλλοτε καταπράσινος τουριστικός προορισμός που πλέον έχει γίνει στάχτη.
Η γιγαντιαία πυρκαγιά έσβησε στη θάλασσα. Άφησε πίσω της ένα σεληνιακό τοπίο, εκατοντάδες νεκρούς και χιλιάδες καμένες περιουσίες.
Μέχρι τώρα 96 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους όμως, είναι σίγουρο πως ο αριθμός των νεκρών θα αυξηθεί δραματικά.
Μία εβδομάδα μετά την φονική πυρκαγιά και μόνο δύο από τους 96 νεκρούς έχουν αναγνωριστεί.
Η μακάβρια λεπτομέρεια είναι πως τα απανθρακωμένα πτώματα είναι σε τέτοια κατάσταση που διαλύονται κατά τη μεταφορά τους.
Μόλις το 3% των 2.500 κτιρίων έχει ελεγχθεί και τοπικά μέσα ενημέρωσης αναφέρουν πως πάνω από 1.300 άνθρωποι δεν έχουν δώσει σημεία ζωής από την ημέρα που ξέσπασε η φωτιά.
Η Ακανέσι Βαα, διασωθείσα, δείχνει στους δημοσιογράφους τι κατέγραψε με το κινητό της όταν προσπαθούσε να διαφύγει.
«Εδώ βρισκόμασταν πριν πάρουμε την απόφαση να φύγουμε επειδή αυτός ο ηλεκτρικός στύλος πήρε φωτιά, εδώ ο σύζυγός μου στη θέση του συνοδηγού επειδή συνεχώς έμπαινε και έβγαινε για να σβήνει μικρές φωτιές».
Η γυναίκα επιμένει πως δεν υπήρχε καμία ειδοποίηση.
«Δεν ακούστηκε σειρήνα, τίποτα. Θέλω να ότι ήταν αποκαρδιωτικό να βλέπω την κοινότητά μας, τους γείτονές μας, πολλούς ηλικιωμένους να προσπαθούν να κατέβουν τις σκάλες μόνο και μόνο για να μπουν στο αυτοκίνητό τους».
Η γλαφυρή περιγραφή της Ακανέσι την ώρα που τους κυνηγούσαν οι φλόγες σκίζει καρδιές. Μαζί της ήταν ο σύζυγος και τα τρία παιδιά τους. Μία γυναίκα με μωρό τους ζήτησε βοήθεια.
«Και μου λέει, σε παρακαλώ βοήθησέ με, έχω ένα μωρό. Και εκείνη την ώρα λέω, τι να κάνω; Φυσικά, πετάχτηκα έξω. Λέω στον άντρα μου να πέσει στο έδαφος, η μαμά αρπάζει το μωρό. Βγαίνω έξω. Τρέχω γύρω από το αυτοκίνητό της, ανοίγω το πορτ- μπαγκάζ. Το μωρό ήταν στην πλευρά της, ακριβώς πίσω της. Το έφτασα και το άρπαξα το μωρό. Ήταν περίπου δυόμισι, τριών ετών. Το άρπαξα. Καθόταν σε μια κουβέρτα. Το τύλιξα με την κουβέρτα και είπα στα παιδιά μου, τρέξτε. Μη γυρίσετε να με ψάξετε και η 9χρονη κόρη μου δεν ήθελε. Μου έλεγε, μαμά, δεν μπορώ. Σε παρακαλώ, μαμά».
Η οικογένεια και οι υπόλοιποι κρύφτηκαν πίσω από έναν τοίχο και κατάφεραν να πηδήξουν έναν φράχτη για να γλιτώσουν.
Η Ουάσιγκτον έχει στείλει μονάδες του στρατού και ομάδες της Εθνικής Φρουράς για να βοηθήσουν τους ντόπιους.