Η ανεξάρτητη βουλευτής, Μερόπη Τζούφη μίλησε στο «Κοινωνία Ώρα MEGA» για τη συγκρότηση της νέας ΚΟ του νέου κόμματος των αποχωρησάντων από τον ΣΥΡΙΖΑ και τις θέσεις και τους στόχους του.
Για την νέα ΚΟ μίλησε η κ. Τζούφη και για το γεγονός ότι τόσο καιρό δεν υπήρχαν εξελίξεις για το ζήτημα των επόμενων κινήσεων των αποχωρησάντων του ΣΥΡΙΖΑ.
«Το προηγούμενο διάστημα υπήρχαν πράγματα υπό εξέλιξη και προτιμήσαμε να μην βγαίνουμε δημόσια και να λέμε πράγματα και να δημιουργούμε προβλήματα σε έναν χώρο που προσωπικά έχω υπηρετήσει πολλά χρόνια, από την ίδρυσή του. Ο κ. Χαρίτσης θα είναι ο πρόεδρος της ΚΟ, αυτό είναι οριστικό, και έγινε σύγκληση της ενιαίας ΚΟ. Την Δευτέρα θα κάνουμε μια ανοιχτή εκδήλωση στην οποία θα παρουσιάσουμε την διακήρυξη, τους στόχους αυτής της ομάδας και θα ανακοινώσουμε και το όνομα. Αυτή τη στιγμή δεν έχουμε γραφεία, είναι όλα υπό εξέλιξη. Κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι θα είναι οι κ.κ. Ηλιόπουλος και Τσακαλώτος, και Γραμματέας η κ. Πέτη Πέρκα. Αυτές οι αποφάσεις ήταν απολύτως ομόφωνες. Θα καλύψουμε όποιον τομέα χρειαστεί», είπε αρχικά.
Για το πρώτο «στοίχημα» της νέας ΚΟ, η κ. Τζούφη υπογράμμισε πως, «Το στοίχημα είναι πάρα πολύ σημαντικό και πρέπει να εκφράσουμε την πληθυντική Αριστερά, οικολογική, φεμινιστική, εναλλακτική Αριστερά. Πράγματι υπάρχει ένα μαζικό κύμα αποχωρήσεων από τον ΣΥΡΙΖΑ, στελεχών της νεολαίας, ανθρώπων με εμπειρία και διανοούμενων, έχουμε μεγάλες αποχωρήσεις από τους πανεπιστημιακούς. Πρέπει να δώσουμε δείγματα γραφής. Το πρώτο στοίχημα που έχουμε είναι το φορολογικό νομοσχέδιο, εκεί θα πρέπει να εμφανιστούμε ως μία συγκροτημένη ΚΟ. Το φορολογικό νομοσχέδιο είναι κάτι πολύ σημαντικό γιατί αυτά που προτείνει πρέπει να είναι σε συνάρτηση με το κοινωνικό κράτος».
Και προσέθεσε: «Η κ. Αχτσιόγλου θα καλύψει τον τομέα των Εργασιακών, αλλά και άλλους, γιατί έχουμε όλοι υπηρετήσει διάφορους ρόλους. Θα λειτουργούμε συλλογικά. Δεν θέλουμε άλλους τίτλους, δεν είναι αυτός ο στόχος. Κατά πάσα πιθανότητας θα είναι δύο λέξεις – η μία μάλλον η Αριστερά – την Δευτέρα θα ανακοινωθούν όλα»
Για τα λεγόμενα του Στέφανου Κασσελάκη ότι η νέα ΚΟ αποτελεί «μόρφωμα»:
«Η διαδικασία της αποχώρησής μας ήταν μία δύσκολη αλλά επίπονη απόφαση. Ο λόγος που έγινε ήταν ότι ακριβώς απ΄ την άλλη μεριά, η συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ που υπηρετήσαμε τόσα χρόνια, και το πολιτικό του σχέδιο αυτή την στιγμή δεν υπηρετείται. Υπάρχει μία μετάλλαξη στον ΣΥΡΙΖΑ από τον κ. Κασσελάκη και την ηγετική ομάδα του που είναι πολύ μακριά από τις θέσεις της όποιας Αριστεράς», σημείωσε η κ. Τζούφη.
«Ζητήματα σαν αυτά που τοποθετήθηκε στο ΣΕΒ, τα περί παλιάς νοικοκυροσύνης, τα ζητήματα ανώτατης παιδείας και των ιδιωτικών πανεπιστημίων, αλλά κυρίως τα ζητήματα της εσωτερικής δημοκρατίας, ότι ο ηγέτης πρέπει να έχει αδιαμεσολάβητη σχέση με τον λαό και δεν χρειαζόμαστε τα ενδιάμεσα όργανα και διαδικασίες, αντί να συζητήσουμε με οργανωμένο τρόπο τα αίτια της ήττας ουσιαστικά κάθε ένας που είχε διαφορετική άποψη, ονομάστηκε υπονομευτής και εσωτερικός εχθρός. Προσπαθήσαμε να ασκήσουμε μία λογική κριτική. Συμμετείχαμε σε όλη την κοινοβουλευτική διαδικασία. Ο λόγος που δεν ανέλαβα τον τομέα της Παιδείας ήταν η σοβαρή διαφωνία με τον τρόπου εκφράζεται ένα κομμάτι της ηγετικής ομάδας, ενώ οι προγραμματικές θέσεις μας ήταν για την ανώτατη δημόσια παιδεία, και ο νέος πρόεδρος απέφυγε να τοποθετηθεί περί αυτού. Δεν μπορούσαμε να υπηρετήσουμε σε αυτό το επίπεδο ωστόσο παραμείναμε μέσα και συμμετείχαμε στις διαδικασίες», τόνισε χαρακτηριστικά η ανεξάρτητη βουλευτής.
«Υπάρχουν σοβαρές πολιτικές διαφωνίες και πρόβλημα της λειτουργίας της εσωτερικής δημοκρατίας. Οι λεκτικές επιθέσεις είχαν στόχο την προσωπική απαξίωση του καθένα μας. Δεν μπορείς να μιλήσεις σε αυτές τις συνθήκες. Ο κ. Τεμπονέρας και άλλοι που έχουν παραμείνει με στόχευση το συνέδριο. Συνομιλούμε με αυτά τα στελέχη ωστόσο εκτιμούμε ότι αυτό το πράγμα δεν μπορεί να λειτουργήσει», συμπλήρωσε η κ. Τζούφη.
Αναφορικά με τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ και αν θα παραμείνουν στο νέο κόμμα, η κ. Τζούφη δήλωσε κλείνοντας: «Το θέμα του εκσυγχρονισμού χωρά πολλά ερωτήματα. Αυτή τη στιγμή σε συνθήκες δεινής κρίσης χρειαζόμαστε κοινωνικό κράτος. Αυτό περιλαμβάνει μία αξιόπιστη δημόσια ανώτατη παιδεία και υγεία. Τα πανεπιστήμια στερούνται πόρους και προσωπικό, κλείνουν τμήματα, άρα καταστρέφουμε μία προσπάθεια και επένδυση της ελληνικής οικογένειας».