Ακριβώς ένα χρόνο μετά την κορύφωση του δράματος με την κηδεία της αδικοχαμένης Έμμας, ο οδηγός που την παρέσυρε με αυτοκίνητο στην Καμάρα και την εγκατέλειψε μεταξύ ζωής και θανάτου εκείνο το βράδυ, καταδικάστηκε το μεσημέρι για την υπόθεση που συντάραξε τη Θεσσαλονίκη και ολόκληρη τη χώρα.
Μετά την απολογία του ο 22χρονος κρίθηκε ομόφωνα ένοχος χωρίς να του αναγνωριστούν ελαφρυντικά. Του επιβλήθηκε κάθειρξη 16 ετών και 6 μηνών και πήρε το δρόμο της επιστροφής για τις φυλακές, με τη μητέρα της Έμμας να τον κοιτάει στη δικαστική αίθουσα και να του λέει 3 λέξεις όλες κι όλες: «Καλά να περάσεις».
Ο οδηγός που παρέσυρε και εγκατέλειψε την άτυχη Έμμα πριν από ένα και πλέον χρόνο ζήτησε συγγνώμη από τους συγγενείς της και δήλωσε μετανιωμένος για τα όσα έκανε εκείνο το βράδυ.
«Το αυτοκίνητο το είχα από τις 17 Νοεμβρίου, λίγες μέρες πριν το δυστύχημα και ήμασταν στα παζάρια για την αγορά του. Δεν είχα καταλάβει ότι ήταν πειραγμένο, μόνο η εξάτμιση έκανε θόρυβο. Στην Αλβανία οδηγούσα με δίπλωμα, δεν είχα χαρτιά στην Ελλάδα καθώς ήμουν παράνομος και δεν μπορούσα να βγάλω», είπε στην απολογία του ο οδηγός.
Όπως είπε μετά την παράσυρση της φοιτήτριας, το μυαλό του θόλωσε και το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να κρύψει τα ίχνη του.
«Ήταν λάθος, τρόμαξα, θόλωσα. Με ενδιέφερε μόνο το πώς θα κρυφτώ, την πρώτη ώρα. Τις πινακίδες του αυτοκινήτου, τις πέταξα. Μόνος μου πήγα στις Αρχές. Θέλω να ζητήσω συγγνώμη από την οικογένειά της».
Στα πλάνα από κάμερες ασφαλείας, τη νύχτα της τραγωδίας, το επίμαχο αυτοκίνητο φαινόταν να απομακρύνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα και οι φωνές έκαναν ορισμένους στο σημείο να τρέξουν. Πίσω στο ύψος της Καμάρας μια νεαρή κοπέλα χαροπάλευε και παρά τις προσπάθειες των γιατρών δεν κατάφερε να κρατηθεί στη ζωή.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, για να φύγει έκανε όπισθεν και χτύπησε για δεύτερη φορά την 21χρονη. Διέσχισε λόξα την Εγνατία για να επιστρέψει στο ρεύμα προς δυτικά και για να μπει μετά στην Ιασωνίδου.
Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε ότι πάτησε δύο φορές την Έμμα πριν την εγκαταλείψει.
«Πάτησα φρένο, έστριψα το τιμόνι για να την αποφύγω αλλιώς θα την έπαιρνα κάτω από το σασί. Πήγε να περάσει απέναντι. Πάτησα φρένα, έστριψα τιμόνι μη την πάρω από κάτω. Γλίστρησε το αμάξι και έπεσε στα άλλα αυτοκίνητα και σε έναν κάδο στο αντίθετο ρεύμα. Δεν ισχύει ότι την πάτησα δύο φορές. Και να ήθελα να κάνω όπισθεν δεν μπορούσα, γιατί το πίσω μέρος του αυτοκινήτου ακουμπούσε σε σταθμευμένα οχήματα».
Ο οδηγός που καταδικάστηκε υποστήριξε πως εκείνο το βράδυ δεν έτρεχε πάνω από το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο, ένας ισχυρισμός όμως που καταρρίφθηκε τόσο από τα λόγια αυτοπτών μαρτύρων, όσο και από τα πορίσματα εμπειρογνωμόνων.
«Η κοπέλα βγήκε απότομα στον δρόμο και δεν πρόλαβα να τη δω. Πήγαινα το πολύ με 55 χιλιόμετρα την ώρα, δεν έτρεχα παραπάνω. Την αντιλήφθηκα στο ένα μέτρο. Δεν συμβαίνει κάθε μέρα να χτυπάμε ανθρώπους για να ξέρω τι να κάνω».
Οι γονείς της Έμμας κρατούσαν το πρωί τα κεριά που είχε μαζί της η κόρη τους εκείνο το βράδυ, για να κάνει έκπληξη σε φίλη της που είχε γενέθλια.
Η άτυχη φοιτήτρια της Κτηνιατρικής Σχολής νοσηλεύτηκε πέντε μέρες στην εντατική του Νοσοκομείου Παπαγεωργίου, όπου τελικά άφησε την τελευταία της πνοή. Τότε, την πιο μαύρη μέρα της ζωής τους, οι γονείς της έδειξαν μεγαλείο ψυχής. Δώρισαν τα όργανα της κόρης τους και έσωσαν το επόμενο διάστημα, ασθενείς που κινδύνευαν.
Η αυλαία της δίκης, βρήκε τους γονείς της αδικοχαμένης φοιτήτριας συγκινημένους και βαθιά πονεμένους. Η πληγή στην ψύχη τους, για την απώλεια της Έμμας δεν πρόκειται να κλείσει ποτέ. Και ο Γολγοθάς που ανεβαίνουν από πέρυσι φαντάζει ατελείωτος.