Αμίλητος, με χειροπέδες στα χέρια και αλεξίσφαιρο γιλέκο, ο 71 ετών άντρας που ομολόγησε τη δολοφονία της συντρόφου του στη Σαλαμίνα, φτάνει στα δικαστήρια του Πειραιά.
Έχουν περάσει 24 ώρες από το στυγερό έγκλημα που «πάγωσε» τη χώρα, με τον ίδιο να κάθεται ατάραχος σε καφετέρια στο Κερατσίνι, λίγες μόνο ώρες μετά την εκτέλεση της 43χρονης.
Νέα στοιχεία
Τα νέα ντοκουμέντα του LIVE NEWS ρίχνουν περισσότερο φως στη γυναικοκτονία και αποκαλύπτουν τις άγνωστες κινήσεις και τα άρρωστα σχέδια του καθ’ ομολογίαν δράστη, του άντρα που, όπως φαίνεται, είχε προσχεδιάσει τη δολοφονία μετά τον τελευταίο άγριο καυγά με τη σύντροφό του και μετά το έγκλημα φέρεται να προσπάθησε να σηκώσει χρήματα με την τραπεζική της κάρτα.
Όπως λέει ο ιδιοκτήτης της καφετέριας στο Κερατσίνι, την περασμένη Παρασκευή του είπε ότι η σύντροφός του τον απάτησε και χθες τον είδε να κάθεται σαν να μην έχει συμβεί το παραμικρό και να πίνει τον καφέ του.
«Ήρθε στο μαγαζί και μου είπε να πάω να του βγάλω λεφτά από την κάρτα και να πάω να πληρώσω την ασφάλεια. Μου είχε δώσει μάλλον λάθος κωδικό και ’’έφαγε’’ την κάρτα το μηχάνημα. Μου λέει ‘’ωχ τώρα τι θα κάνουμε;’’. Του λέω ‘’εντάξει, θα τα βρούμε’’».
Δεν του είπε το παραμικρό για το έγκλημα. Κάθισε και άρχισε να συζητάει σε ένα από τα τραπέζια. Όπως δείχνουν οι εικόνες που εξασφάλισε το LIVE NEWS παρέμεινε στο κατάστημα τουλάχιστον για 2,5 ώρες.
Το ρολόι στην κάμερα ασφαλείας δείχνει 08.00 το πρωί και στα πλάνα στις 10:36 φαίνεται ο 71χρονος όταν πια έχει φορέσει το μπουφάν του και παίρνει τον δρόμο της εξόδου.
Λίγες ώρες αργότερα εντοπίζεται από αστυνομικούς, παραδέχεται το έγκλημα και μιλάει με κυνικό τρόπο για τα αίτια που όπλισαν τα χέρια του. Το πρωί, μπροστά σε κάμερες και δημοσιογράφους, δε θέλησε να πει το παραμικρό.
«Την έπιασα με άλλον, τρελάθηκα και αποφάσισα να την σκοτώσω. Το ήξερε και γι’ αυτό πήγε στην αστυνομία και κρυβόταν», φέρεται να είπε κατά τη σύλληψή του.
Οι αστυνομικοί τον ρωτούν γιατί δεν προτίμησε να χωρίσει. Έκπληκτοι τότε, τον είδαν να τους κοιτάει και τον άκουσαν να λέει:
«Γιατί να την αφήσω; Μετά από τόσα χρόνια που είμαστε μαζί να με κερατώσει; Πώς μου το έκανε αυτό; Δεν περίμενα ποτέ ότι θα έφτανε σε αυτό το σημείο».
Στο δικό του κόσμο το έγκλημα που διέπραξε ήταν επιβεβλημένο. Όπως ανέφερε αισθάνθηκε προδομένος και έπρεπε να εκδικηθεί. Το έκανε με κυνηγετικό όπλο που, όπως διαπιστώθηκε, κατείχε παράνομα.
Το χρονικό
Από αυτό το παράθυρο της εξώπορτας έβαλε τη σύντροφό του στο στόχαστρο και την πυροβόλησε δύο φορές. Αμέσως μετά έφυγε από το σημείο του εγκλήματος, πέρασε με φέρι μποτ στο Πέραμα και έφτασε στην καφετέρια του Κερατσινίου.
«Στις επτά και είκοσι ήταν σε εμένα. Αλλά δεν φάνηκε να έχει γίνει κάτι. Εγώ τον ξέρω χρόνια, δηλαδή δεν το περίμενα πως θα γίνει κάτι τέτοιο».
Η δολοφονία της 43χρονης στη Σαλαμίνα σημειώθηκε στις 06:30 το πρωί. 45 λεπτά αργότερα, ο 71 ετών κατηγορούμενος βρισκόταν μέσα στην καφετερία όπου παρέμεινε μέχρι τις 10:36 το πρωί.
Αρχικά κουβεντιάζει με ένα άτομο που κάθεται απέναντί του στο ίδιο τραπέζι. Καπνίζει και κατά διαστήματα χρησιμοποιεί τα χέρια του για να δώσει έμφαση, δεν κάνει όμως την οποιαδήποτε αναφορά στο έγκλημα που του καταλογίζεται.
Δείχνει διαρκώς ψύχραιμος και ατάραχος. Κανείς δεν μπορεί να σκεφτεί εκείνη την ώρα όλα όσα είχαν προηγηθεί.
Κάποια στιγμή, όπως λέει ο υπεύθυνος της καφετέριας, ο κατηγορούμενος τού ζήτησε να πάει σε ΑΤΜ και να σηκώσει χρήματα με την τραπεζική κάρτα της αδικοχαμένης συντρόφου του.
Οι ώρες περνούν, πολλά από τα τραπέζια της καφετέριας αδειάζουν και γεμίζουν ξανά, με τον ηλικιωμένο να παραμένει στη θέση του.
Στις 10:36 σηκώνεται και παίρνει τον δρόμο της εξόδου. Ξεχνάει στο τραπέζι το κινητό του τηλέφωνο και μπαίνει στο αυτοκίνητο που είχε χρησιμοποιήσει τόσο για να φτάσει στον τόπο του εγκλήματος στη Σαλαμίνα, όσο και για να φύγει από το νησί μετά τη δολοφονία που ομολόγησε.
Το βράδυ πέφτει στα χέρια αστυνομικών και πολύ γρήγορα ομολογεί. Δε ζητάει σε κανένα σημείο συγγνώμη, δεν δείχνει το παραμικρό ίχνος μεταμέλειας.
«Ο καθένας το ίδιο θα έκανε στη θέση μου. Της παρείχα τα πάντα και μου έλεγε ψέματα. Το μυαλό του ανθρώπου κάποιες στιγμές θολώνει και δεν μπορεί να ελέγξει τίποτα».
Έτσι προσπάθησε να εξηγήσει την πράξη του, έτσι ομολόγησε ότι έβαλε την υπογραφή του στη νέα γυναικοκτονία.
«Τι να έκανα δηλαδή; Ποτέ δεν περίμενα ότι θα μου κάνει κάτι τέτοιο. Τα δικά της ψέματα έφεραν τα πράγματα σε αυτό το σημείο».
Με ψυχραιμία και τον τόνο της φωνής του σταθερό να προσπαθεί να πείσει τους αστυνομικούς ότι το μεγαλύτερο θύμα στην όλη υπόθεση είναι ο ίδιος επειδή η σύντροφός του τον απάτησε.
Οι αστυνομικοί έχουν ολοκληρώσει τη δική τους έρευνα και πλέον τον λόγο έχει η Δικαιοσύνη που καλείται να αποφασίσει για την τύχη του καθ’ ομολογίαν δράστη.