Συγκλονίζουν τα στοιχεία που αποκαλύπτονται για την άγρια δολοφονία της 41χρονης, που ήταν και τριών μηνών έγκυος, από τον 39χρονο σύντροφό της και έναν 34χρονο φίλο του στη Θεσσαλονίκη.
Σύμφωνα με την Αστυνομία, το κίνητρο της δολοφονίας ήταν η ληστεία της άτυχης γυναίκας.
Το σχέδιο που απέτυχε
Σύμφωνα με πληροφορίες και όπως παραδέχθηκαν και οι δύο συλληφθέντες στους αστυνομικούς που τους εξέτασαν, ήθελαν να σκηνοθετήσουν μια ληστεία εις βάρος της 41χρονης με σκοπό να της πάρουν τα κλειδιά του πατρικού της σπιτιού και την επόμενη ημέρα να κάνουν διάρρηξη εκεί προκειμένου να πάρουν ένα ποσό, 7 με 8 χιλιάδες ευρώ, που πίστευαν ότι έκρυβε η άτυχη Γεωργία εκεί.
Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, ο 39χρονος για να έχει άλλοθι πήρε την 41χρονη από το κατάστημα που εργαζόταν για να πάνε μαζί στο διαμέρισμά του στην Καλαμαριά.
Εκεί τους περίμενε ο 34χρονος φίλος του με κουκούλα. Όταν έφτασαν, επιτέθηκε στην 41χρονη, τη φίμωσε, της έδεσε τα χέρια και την οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα. Μέσα στο σκοτάδι, τον ρόλο του ληστή άρχισε να παίζει και ο 39χρονος αλλάζοντας τη φωνή του.
Τον αναγνώρισε & τη μαχαίρωσε
Ο 34χρονος ισχυρίζεται ότι κάποια στιγμή κατέβηκε στο αυτοκίνητό του και μετά από λίγο τον φώναξε ο 39χρονος λέγοντάς του ότι σκότωσε την 41χρονη και να πάει να τον βοηθήσει.
Όλα δείχνουν ότι η 41χρονη αντιλήφθηκε ότι οι δήθεν ληστές ήταν ο ίδιος ο σύντροφός της και ο 34χρονος φίλος του τον οποίο γνώριζε.
Το σχέδιο απέτυχε και τότε ο 39χρονος φέρεται να αποτελείωσε την άτυχη γυναίκα με μια μαχαιριά στον λαιμό.
«Ήταν βίαιος, ζήλευε, έψαχνε θύματα να τους φάει τα λεφτά» -Τι λέει η πρώην σύζυγος του δολοφόνου
Έναν άνθρωπο βίαιο, ο οποίος την χτυπούσε με αγριότητα ακόμα και όταν ήταν έγκυος, περιγράφει η πρώην σύζυγος του 39χρονου. Η γυναίκα αποκαλύπτει ότι τη χτυπούσε, απειλούσε ότι θα «σκοτώσει την ίδια και τη μητέρα της» και μάλιστα τον είχε καταγγείλει αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
«Τον είχα καταγγείλει για ξυλοδαρμό. Όλες τις συντρόφους του τις χτυπούσε. Είχε εμμονή με τις γυναίκες. Ήξερα ότι θα κάνει κακό», λέει μιλώντας στο Live News.
«Εγώ βασικά τον είχα δει στον ύπνο μου. Τον είχα δει να κρατάει μαχαίρι προτού γίνει το σκηνικό, αλλά πιστεύω ότι έψαχνε την κατάλληλη ευκαιρία, 31/12 σου λέει ο κόσμος βγαίνει έξω, διασκεδάζει, ποιος θα κάτσει να ασχοληθεί» αναφέρει, περιγράφοντας το προαίσθημα που είχε ότι αυτός ο άνθρωπος θα έκανε κακό.
Περιγράφει την κακοποιητική συμπεριφορά που έζησε στα χέρια του επί επτά χρόνια. Είχαν αποκτήσει μαζί δύο παιδιά, με τον 39χρονο να απειλεί πως θα την σκοτώσει.
«Με είχε χτυπήσει στο μάτι, του είχα κάνει και μήνυση και ασφαλιστικά μέτρα. Εγώ προσπαθούσα χρόνια, αλλά αυτός απειλούσε. «Θα σε σκοτώσω εσένα, τη μάνα σου. Πολύ τσακωμός, με τα παιδιά, με εμένα. Εγώ δούλευα, αυτός ζήλευε που δούλευα, μετά δεν μπορούσα να μιλήσω σε συνάδελφο γιατί έλεγε: ‘Τον έχεις φίλο’».
Για «μεγάλο έρωτα» μιλούσε στα στα social media
Ο 39χρονος σύντροφός της παρουσίαζε στα social media έναν έρωτα μεγάλο με τη Γεωργία. Τα τελευταία τρία χρόνια που φαίνεται να είχαν δεσμό, της αφιέρωνε τραγούδια, ποιήματα και στιχάκια για να τα δουν όλοι.
«Βλέπω όλες τις ζωγραφιές του κόσμου μέσα στα δικά σου μάτια γιατί εσύ μόνο μπορείς και ζωγραφίζεις την αγάπη στην καρδιά μου. Το βλέμμα σου είναι ένα βιβλίο που ποτέ δεν τελειώνει. Μέσα σ’ αυτό διαβάζω τον κόσμο! Χρόνια μας πολλά καρδιά μου», είχε γράψει σε ανάρτησή του.
Μέχρι τατουάζ στο χέρι του είχε κάνει το όνομά της, για να την έχει όπως έλεγε για πάντα στην αγκαλιά του: «Αποτυπωμένη στο χέρι μου, θρονιασμένη στην καρδιά μου, η απόλυτη ευτυχία να σε έχω στην αγκαλιά μου», γράφει σε ανάρτηση με τη φωτογραφία του τατουάζ.
Ωστόσο, τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς, η Γεωργία βρέθηκε δολοφονημένη μέσα σε ένα μπαούλο στον 3ο μήνα της εγκυμοσύνης της.
«Η αστυνομία έκανε τη δουλειά της»
«Έχω κουραστεί να το λέω, η αστυνομία αυτό που έπρεπε να κάνει, το έκανε και το έκανε και καλά», λέει, μιλώντας στο MEGA ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας της ένωσης αστυνομικών Θεσσαλονίκης, Χρήστος Συμεωνίδης, σχετικά με τις κατηγορίες που είχε εναντίον του ο σύντροφος και δολοφόνος της 41χρονης από πρώην συντρόφους του.
«Στη συγκεκριμένη περίπτωση όλοι δούλεψαν μεθοδικά, εκμεταλλεύτηκαν κάθε δυνατό στοιχείο που θα μπορούσαν να έχουν, έψαξαν σπιθαμή προς σπιθαμή για να φτάσουν σε ένα αποτέλεσμα δεμένο για τη δικογραφία, ώστε ο κατηγορούμενος να μην μπορεί εύκολα να βρει παράθυρα».
Για τις παρελθούσες καταγγελίες εναντίον του, λέει:
«Από την στιγμή που υπάρχει επίσημη καταγγελία για άτομα που παρουσιάζουν ψυχονευρωτική συμπροφορά, άμεσα ενημερώνεται ο εισαγγελέας υπηρεσίας και από εκεί παίρνουμε τις εντολές για το τι πρέπει να κάνουμε. Αυτό το άτομο, συνήθως, με την παρουσία της αστυνομίας, οδηγείται σε ψυχιατρικό ίδρυμα».
«Η αστυνομία έκανε επανειλημμένως σωστά τη δουλειά της, θέτοντας τον άνθρωπο αυτόν προς τη Δικαιοσύνη. Όταν φτάνουμε σε ένα κομμάτι απόφασης επιστημονικού ή δικαστικού ενδιαφέροντος, η Αστυνομία δεν έχει καμία άποψη και θέση», συμπληρώνει.
Όπως λέει ο ίδιος:
«Προσπαθούμε να είμαστε κοντά στον πολίτη αλλά δεν μπορούμε να είμαστε μέσα στα διαμερίσματα. (…) Η αστυνομία, στο αστυνομικό κομμάτι, ό,τι έκανε το έκανε και με το παραπάνω. Θα βρουν και άλλα στοιχεία ώστε η δικογραφία να είναι δεμένη, η έρευνα συνεχίζεται».