Το κουβάρι των αποκαλύψεων για τον Κωνσταντίνο Πολυχρονόπουλο, δείχνει έναν διαφορετικό άνθρωπο από εκείνον που εμφανιζόταν μπροστά στις κάμερες. Το μεγάλο του πάθος ήταν ο τζόγος και όπως λένε στο MEGA άνθρωποι που τον γνωρίζουν, έπαιζε μανιωδώς.
«Για να δώσεις φαγητό πρέπει να συμμετάσχεις μία φορά τουλάχιστον, αλλιώς μη φέρεις τίποτα». Αυτός ήταν ο απαράβατος όρος του Κωνσταντίνου Πολυχρονόπουλου.
«Δεν είμαι ούτε υπάλληλός σου, ούτε το ξέπλυμα της δικής σου συνείδησης», έλεγε ο δημιουργός της κοινωνικής κουζίνας.
Τώρα όμως ελέγχεται ο ίδιος από τις αρμόδιες αρχές όχι για ξέπλυμα συνείδησης αλλά για ξέπλυμα μαύρου χρήματος και απάτη.
Ποια ήταν η δαιδαλώδης διαδρομή του χρήματος που έμπαινε με δωρεές στην κοινωνική κουζίνα;
Και πόσα από αυτά τα χρήματα κατέληγαν στον τζόγο, όπως τουλάχιστον ισχυρίζονται θαμώνες που έβλεπαν συχνά τον Πολυχρονόπουλο να παίζει;
«Ο συγκεκριμένος έπαιζε με μία άνεση αλλά δεν τηρούσε τους κανονισμούς».
Ο Πολυχρονόπουλος χρησιμοποιούσε μάλιστα πολλές κάρτες, και έπαιζε μεγάλα χρηματικά ποσά λέει ο ίδιος άνθρωπος.
«Οι κανονισμοί σε αυτά τα καταστήματα λένε ότι πρέπει να έχεις μία κάρτα. Ο συγκεκριμένος ήταν ο μόνος που είχε τρεις, τέσσερις, πέντε κάρτες που σημαίνει δηλαδή ότι έβαζε τα μηχανήματα και παίζανε στο φουλ».
«Δήλωσε δεν είναι εθισμένος στο τζόγο, τελεία και παύλα», είπε ο δικηγόρος του.
Η δημιουργία της κοινωνικής κουζίνας και το πάθος του με τον τζόγο
Ο εμπνευστής του «Άλλου Ανθρώπου» γεννήθηκε στο Αιγάλεω το 1964 σε μια παράγκα, με ελενίτ, όπως είχε δηλώσει ο ίδιος.
Η πρώτη του δουλειά ήταν στα εννέα του χρονιά , στο καφενείο του πάτερα του. Τέλειωσε το ΕΠΑΛ ως βοηθός μικροβιολόγου και μετά για αρκετά χρόνια τοποθετούσε τζάμια. Εργάστηκε ως σερβιτόρος, εξωτερικός συνεργάτης σε επιχείρηση εισαγωγής μοτοσικλετών, πωλητής και εκπαιδευτής πωλητών στην Κύπρο.
Στη συνέχεια, σπούδασε μάρκετινγκ σε κολέγιο και άνοιξε επιχείρηση με συστήματα συναγερμού. Κι έπειτα επέστρεψε στην Ελλάδα, σε μια μεγάλη εταιρεία τηλεπικοινωνιών. Ώσπου το 2009 απολύθηκε.
Η ιδέα που συνέλαβε το 2011 για την κοινωνική κουζίνα έγινε όραμα και μετά πραγματικότητα που γιγαντώθηκε.
Όταν όμως τελείωνε το μαγείρεμα, ξεκινούσε το επιδόρπιο. Έξω από τη λέσχη οι θαμώνες λένε ότι έβλεπαν παρκαρισμένο το αυτοκίνητο του άλλου ανθρώπου και μέσα τον Κωνσταντίνο Πολυχρονόπουλο να παίζει μανιωδώς «φρουτάκια».
«Εγώ προβληματίστηκα στην αρχή δεν ήξερα τι γινόταν απλώς απ’ έξω από το μαγαζί, πάρκαρε το αμάξι του το οποίο είχε την Ουκρανία αφίσες. ‘’Βοήθεια στην Ουκρανία’’. Είχε μία αφίσα μπροστά στο καπό και μία πίσω. Και έλεγα σε κάτι γνωστούς λέω: ‘’είναι δυνατόν; Να κάνει αυτό που κάνει και να έχει το αμάξι φάτσα κάρτα;’’. Ούτε καν το έκρυβε. Ένα τζιπ μαύρο».
Το όνειρο του Κωνσταντίνου Πολυχρονοπούλου ήταν να μεταλαμπαδεύσει την ιδέα του «Άλλου Ανθρώπου με ένα τροχόσπιτο.
Να ξεκινήσει από το Αιγάλεω όπου μεγάλωσε γιατί είναι η μοναδική πόλη στον κόσμο που ξεκινάει από Α και τελειώνει σε Ω.
Η αρχή και το τέλος έλεγε ο ίδιος. Και όλοι εύχονται το τέλος της κοινωνικής κουζίνας να μην γραφτεί πάνω στις πλακέτες με τα «φρουτάκια».