Η υποψήφια ευρωβουλευτής της ΝΔ, Εύη Χριστοφιλοπούλου, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Χρήστος Γιαννούλης και η υποψήφια ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ, Μαρία Δαφέρμου μίλησαν στην «Κοινωνία Ώρα MEGA» για την αποτίμηση της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν, τις ευρωεκλογές, και την Βόρεια Μακεδονία.
Η κ. Χριστοφιλοπούλου μίλησε για την συνάντηση του κ. Μητσοτάκη με τον Ταγίπ Ερντογάν.
Το σημαντικό είναι οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας να παραμένουν ανοιχτοί. Μια σειρά από ζητήματα ήσσονος πολιτική, πχ για οικονομικά ζητήματα, η συνεργασία στον τομέα της πολιτικής προστασίας και της μετανάστευσης, της αστυνομίας και του λιμενικού των δύο χωρών. Τα αγκάθια παραμένουν και είναι τα εθνικά ζητήματα, υπήρχαν αιχμές και από τις δυο πλευρές, ο κ. Μητσοτάκης απάντησε αμέσως όταν τέθηκε θέμα τουρκικής μειονότητας. Φυσικά το ζήτημα της Μονής της Χώρας ο κ. Μητσοτάκης δεν έκρυψε την δυσαρέσκειά του, και επιμένοντας ο χώρος να διατηρήσει τουλάχιστον ως επισκέψιμος και να μην βλαφθεί το μνημείο της Μονής της Χώρας. Είναι καλό που συνεχίζεται ο διάλογος», είπε αρχικά.
Τι κερδίζουμε από αυτή την τακτική;
Σύμφωνα με την κ. Χριστοφιλοπούλου, «Κερδίζουμε αρχικά μια ηρεμία στο αιγαίο. Όλα τα άλλα και δείχνουμε ένα πρόσωπο συστηματικού διαλόγου το οποίο μόνο δυνατά οφέλη μπορεί να φέρει. Σε αυτή την περίπτωση είναι ισοπαλία. Για την Χαμάς ο πρωθυπουργός είπε ότι είναι τρομοκρατική οργάνωση ενώ ο Ερντογάν την αποκάλεσε αντιστασιακή. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να θέτουμε την ευρωπαϊκή ατζέντα. Θα ήταν λάθος αν αναβαλλόταν ή ακυρωνόταν η συνάντηση».
Ο κ. Γιαννούλης τοποθετήθηκε για το ίδιο ζήτημα.
«Είναι σημαντικό να υπάρχει ανοιχτός δίαυλος επικοινωνίας και διαρκής διάλογος και χωρίς εμπλοκές ή επιπλοκές. Αυτού του είδους οι υψηλού επιπέδου συναντήσεις, απαντώντας στο τι κερδίζουμε, κερδίζει ο Ερντογάν γιατί είναι απρόβλεπτος. Ενώ υποτίθεται αυτή η συνάντηση έπρεπε να ασχοληθεί με θέματα χαμηλότερης πολιτικής, φτάνουμε στο σημείο να ανταλλάζουμε αιχμές, σχόλια και υπαινιγμούς. Μέσα στην ατζέντα ήταν και τα ζητήματα πολιτικής προστασίας. Την ώρα που γινόταν αυτή η συζήτηση, οι εθελοντές από διάφορους κλάδους που πήγαν στον σεισμό στην Τουρκία να βοηθήσουν, έμαθαν ότι την άδειά τους πρέπει να την πάρουν από την κανονική τους και δεν δικαιούνται άλλη», υπογράμμισε.
«Δεν θα ερμηνεύσω πρωτοσέλιδα περί του Μακεδονικού, λυπάμαι ότι δεν στην πολιτική δεν κατακτάμε την μεγαλοψυχία. Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι το μόνο ανάχωμα στην ανάληψη της εξουσίας από ένα κόμμα αδελφικό της ΝΔ και συνυπάρχουν στη Ευρώπη με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα. αυτή η Συμφωνία αποτρέπει πολλά πράγματα αλλά δεν έχω καταλάβει ποια είναι η πρόθεση της κυβέρνησης Μητσοτάκη», συμπλήρωσε ο κ. Γιαννούλης.
Αναφορικά με την επίσκεψη Μητσοτάκη η κ. Δαφέρμου, τόνισε πως, «ο κ. Ερντογάν πάγια δείχνει την αδιαλλαξία του σε κάποια ζητήματα που αφορούν στις σχέσεις των δυο χωρών. Τα «ήρεμα νερά» στο Αιγαίο τα πληρώνουμε με μία διαρκών κλιμακούμενη ένταση από την Τουρκία. Η μετατροπή της Μονής της Χώρας σε τζαμί είχε προαναγγελθεί από το 2020, ότι έκανε η κυβέρνηση Μητσοτάκη ώστε να το αποτρέψει; Τίποτα. Πήγε και το έθεσε εκ των υστέρων. Ο Ελληνισμός της Τουρκίας είναι προσβεβλημένος από αυτή την ενέργεια. Θα πρέπει να διεθνοποιηθεί το ζήτημα των θαλάσσιων πάρκων».
Η κ. Χριστοφιλοπούλου συμπλήρωσε πως, «Για την Βόρεια Μακεδονία ήταν σαφής η στάση της ΝΔ, και για την Συμφωνία των Πρεσπών. Θεωρούμε ότι είναι μια κακή και αδύναμη Συμφωνία και την οποίο δεν ψηφίσαμε. Τότε ο κ. Μητσοτάκης που ήταν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είχε προειδοποιήσει τους βουλευτές ότι εφόσον η Συμφωνία κυρωθεί τελικά, τότε θα είναι διεθνής υποχρέωση του κράτους και δεν θα μπορέσουμε να την ανατρέψουμε και πρέπει να την σεβαστεί. Η Συμφωνία υπάρχει και ισχύει. Δεν κατανοώ γιατί η σπουδή του ο ΣΥΡΙΖΑ να θέλει οπωσδήποτε να υπογράφουν τα μνημόνια όταν η πλευρά της Βόρειας Μακεδονίας ή – θα το πω – των Σκοπίων δεν έκανε τίποτα για να εφαρμόσει την συμφωνία, δεν κατανοώ γιατί θα πρέπει να κάνει η κυβέρνηση κάτι άλλο. Μετά την αντίδραση της ΝΔ, αντέδρασε και η Ευρώπη. Ακούγεται η φωνή μας και η αντίδραση της ΕΕ ήταν αυτή που έπρεπε».