Η δολοφονία της 40χρονης στο Μενίδι ήταν μια προαναγγελθείσα δολοφονία τόσο από τον ίδιο τον δράστη που απειλούσε ανοιχτά και δημόσια την γυναίκα ότι θα την σκοτώσει.
Τον είχε καταγγείλει 3 φορές, είχε περάσει αυτόφωρο, του είχαν επιβληθεί περιοριστικά μέτρα.
Τίποτε όμως δεν στάθηκε αρκετό να αποτρέψει την προαναγγελθείσα δολοφονία της άτυχης γυναίκας από τον δυνάστη της.
Καρτέρι θανάτου, με ένα μαχαίρι στη κοιλιά.
«Εύχομαι πραγματικά αυτός ο άνθρωπος που έκανε αυτό το πράγμα, γιατί αυτός εμένα θείος μου ήταν, να έχει πεθάνει», ανέφερε η ανιψιά του δράστη.
Μετά την άγρια δολοφονία τα στόματα ανοίγουν και αποκαλύπτουν τα βασανιστήρια που υπέμενε η 40χρονη επί μια δεκαετία. Την είχε απειλήσει, την είχε ξυλοκοπήσει, την είχε γδύσει με τη βία. Έξω από το σπίτι της είχε σπάσει μπουκάλια, ουρλιάζοντας μεθυσμένος.
Τον είχε καταγγείλει 3 φορές
Τον Απρίλιο του 2013 ήταν η πρώτη φορά που η 29χρονη τότε μητέρα 2 παιδιών πέρασε το κατώφλι της αστυνομίας. Κατήγγειλε τον σύζυγο της για ενδοοικογενειακή βία. Εκείνος συνελήφθη στο πλαίσιο του αυτοφώρου και του επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα. Να μην την πλησιάζει.
Το 2018 η άτυχη γυναίκα αποφάσισε να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία για χάρη των παιδιών. Αρχίζουν να μένουν και πάλι μαζί και η αντίστροφη μέτρηση για την προδιαγεγραμμένη δολοφονία ξεκινά.
Τα προβλήματα δεν άργησαν να ξαναφανούν με τον 50χρονο να γίνεται επιθετικός ενώ αντιμετώπιζε προβλήματα με το αλκοόλ.
Τον Σεπτέμβριο του 2022, η 40χρονη τον καταγγέλλει και πάλι για εξύβριση και ξυλοδαρμό. Ο δράστης συλλαμβάνεται και οδηγείται και πάλι στον εισαγγελέα. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για την 40χρονη γυναίκα που αποφασίζει να πάρει τα παιδιά της και να απομακρυνθεί, κάτι που ο 50χρονος αρνιόταν πεισματικά.
Τη δεύτερη ημέρα του Πάσχα την απείλησε με ένα σπασμένο μπουκάλι στο ισόγειο της πολυκατοικίας της.
Την επόμενη ημέρα το θύμα πήγε για 3η φορά στις αστυνομικές αρχές. Της χορήγησαν το Panic Button, της προσέφεραν ψυχολογική υποστήριξη, της υπέδειξαν και δομή φιλοξενίας, ωστόσο η γυναίκα δεν είχε το κουράγιο να πάρει τα παιδιά της και να φύγουν από το σπίτι.
Η αστυνομία συνέλαβε τον δράστη, μετά το βίαιο επεισόδιο της 7ης Μαΐου και οδηγήθηκε στην δικαιοσύνη. Η καταγγέλουσα όμως δεν προσήλθε, η δίκη αναβλήθηκε και ορίστηκε για τις 17 Μαΐου, όπου ο 50χρονος αφέθηκε ελεύθερος.
Γιατί ήταν έξω;
Το ερώτημα παραμένει «γιατί κυκλοφορούσε ελεύθερος;», με την αστυνομία να παραπέμπει στη δικαιοσύνη και τη δικαιοσύνη να υποστηρίζει ότι έπραξε σύμφωνα με τον ποινικό κώδικα.
«Η κυβέρνηση οφείλει να δεχτεί τη νομική κατοχύρωση του όρου γυναικοκτονία, ως μια ελάχιστη συμβολή στη συνολική κοινωνική προσπάθεια για την αντιμετώπιση της έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας», ανέφερε ο ΣΥΡΙΖΑ.
«Μια ακόμα γυναίκα θύμα ενδοοικογενειακής βίας, αλλά και της κρατικής αδιαφορίας και έλλειψης όλων των αναγκαίων μέτρων ολόπλευρης κοινωνικής προστασίας και στήριξης των γυναικών», δήλωσε το ΚΚΕ.
Η γυναικοκτονία της Ενκελέιντα είναι η 7η μέσα στους πρώτους μήνες του 2024.
Γιατί είχε αφεθεί ελεύθερος ο ύποπτος για τη δολοφονία της 40χρονης
Ελεύθερος παρέμενε ο 50χρονος ύποπτος για τη δολοφονία της 40χρονης στο Μενίδι, παρά το γεγονός ότι η άτυχη γυναίκα τον είχε καταγγείλει τρεις φορές στο παρελθόν για ενδοοικογενειακή βία.
Στις 7 Μαΐου ο αναζητούμενος ως δράστης της γυναικοκτονίας στο Μενίδι συνελήφθη μετά από καταγγελία του θύματος για ενδοοικογενειακή βία. Αυτή ήταν η τελευταία καταγγελία.
Ο συλληφθείς οδηγήθηκε τότε στον εισαγγελέα ο οποίος άσκησε εναντίον του ποινική δίωξη για ενδοοικογενειακή βία, σωματική βλάβη, εξύβριση και απειλή.
Με αυτές τις κατηγορίες παραπέμφθηκε να δικαστεί στο Αυτόφωρο Μονομελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας την επόμενη ημέρα 8/5.
Η δίκη αναβλήθηκε για τις 17 Μαΐου για κρείσσονες αποδείξεις λόγω απουσίας της παθούσας αλλά και της ιατροδικαστική έκθεσης, η οποία δεν είχε εκδοθεί ακόμα.
Δικαστικές πηγές επισημαίνουν ότι ο εισαγγελέας που είχε τη δυνατότητα τον κράτησε μέχρι τη δική του, αλλά από εκεί και πέρα μετά την αναβολή της δίκης και άρθρο 424 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας το δικαστήριο δεν είχε άλλη επιλογή από το να τον αφήσει ελεύθερο υποχρεωτικά.