Αν οι εικόνες από τον ξυλοδαρμό της 14χρονης στην Γλυφάδα προκάλεσαν σοκ στην κοινή γνώμη, τότε τα στοιχεία της ελληνικής αστυνομίας που είδαν το φως της δημοσιότητας για την βία των ανηλίκων προκαλούν τρόμο.
Και αυτό διότι αποδεικνύεται πως η βία ανάμεσα σε παιδιά και εφήβους παίρνει διαστάσεις κοινωνικού φαινομένου που τείνει να γίνει κανονικότητα.
9.000 ανήλικοι δράστες – Σοκαριστικά τα στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ.
Το πρώτο οκτάμηνο του 2024, οι υποθέσεις ανήλικων δραστών αυξήθηκαν κατά 47,3% σε σχέση με το 2023, αφού από 4.875 περιστατικά έφτασαν τα 7.180.
Αναφορικά με τον αριθμό των δραστών, αυτός εκτοξεύεται και προσεγγίζει τις 9.000. Συγκεκριμένα, 8.978 ανήλικοι δράστες καταγράφονται από τον Ιανουάριο έως τον Αύγουστο του 2024, παρουσιάζοντας αύξηση 45,8.
«Η βία πέρα από όλα τα υπόλοιπα είναι και ένας τρόπος επικοινωνίας, μία γλώσσα, την οποία τα παιδιά τη μαθαίνουν. Από εμάς τη μαθαίνουν. Στις συντριπτικά περισσότερες περιπτώσεις, τα άτομα που ασκούν τη βία, τα νέα άτομα που ασκούν βία, έχουνε υποστεί βία. Τα άτομα που παρατηρούν τη βία, που γίνονται μάρτυρες σε αυτή τη βία μαθαίνουν ότι αν αντιδράσουν θα πάθουν αυτό που παθαίνει το άτομο εκείνη τη στιγμή που υφίσταται τη βία. Έτσι εγκαθιδρύεται μία γλώσσα επικοινωνίας που είναι βασισμένη στην ισχύ», λέει η Νάνσυ Παπαθανασίου, Διδάκτωρ Κλινικής Ψυχολογίας και επιστημονικά συνυπεύθυνη του οργανισμού Orlando LGBT+.
Ειδικότερα με τα εγκλήματα που προκαλούν σωματική βλάβη, οι ανήλικοι δράστες έφτασαν το 2024 τους 666 και παρουσίασαν άνοδο 73,9%.
Οι δράστες εγκλημάτων, όπως βιασμός και πορνογραφίας ανηλίκων, παρουσίασαν αύξηση 89,8%, καθώς από 49 το πρώτο οκτάμηνο του 2023, ανέβηκαν στους 93.
«Τα νέα άτομα, τα παιδιά, τα έφηβα άτομα δεν γεννιούνται σε κενό. Γίνονται αυτό που τους δείχνουμε εμείς ότι μπορούν να γίνουν. Δεν έχουν εξαγριωθεί τα ανήλικα άτομα. Μεγαλώνουν όμως μέσα σε μία κοινωνία ατιμωρησίας και σταδιακής εξαγρίωσης θεσμικής», πρόσθεσε.
«Μοιάζει η ποιότητα της βίας που ασκείται να είναι πολύ μεγαλύτερη και διαφορετική. Δηλαδή, ο άλλος να παίρνει πραγματική ευχαρίστηση από την πρόκληση πόνου στον άλλον σαν να έχει αναισθητοποιηθεί ο ανθρωπισμός, η αλληλεγγύη και το νοιάξιμο για τον άλλον», είπε ο Στέλιος Στυλιανίδης, ομότιμος καθηγητής κοινωνικής ψυχιατρικής και ψυχαναλυτής.
Οι αιτίες
Γιατί βλέπουμε όμως αυτή την αύξηση στους αριθμούς;
«Διαδίκτυο, χρήση των social media, κοινωνικές ανισότητες, φτωχοποίηση, ανασφάλεια του μέλλοντος, συνέπειες μετά την πανδημία και γύρω από τους κινδύνους της δημόσιας υγείας, η βία των πολέμων, αλλά κυρίως η κουλτούρα του κενού αυξάνει σε πολύ μεγάλο βαθμό την αναζήτηση μιας ταυτότητας. Μιας ταυτότητας των νέων που είναι εξαιρετικά ρευστή. Αυτή η ρευστότητα μπορεί να πυροδοτήσει και τέτοιου τύπου εκφορτίσεις, εκφορτίσεις βίαιες», πρόσθεσε ο κ. Στυλιανίδης.
«Η βία δεν είναι ένα μονοπαραγοντικό φαινόμενο, δεν συμβαίνει από ένα πράγμα μόνο. Δεν μπορούμε να πούμε ότι κάτι πάει στραβά μόνο στην οικογένεια και καταλήγουμε εκεί, γιατί σε μία ευνοούμενη κοινωνία και σε μία οργανωμένη κοινωνία έχουμε δικλείδες ασφαλείας. Τι μαθαίνουν τα παιδιά στο σχολείο; Τι μαθαίνουμε για τη βία; Πώς λειτουργούμε σε σχέση με αυτά τα θέματα; Πώς αντιμετωπίζουμε τη βία; Τι είναι σωστό, τι είναι λάθος; Τι κάνουμε με ότι δεν μας μοιάζει; Στη κοινωνία γύρω μας που βλέπουμε βία; Υπάρχει η αίσθηση δικαιοσύνης; Υπάρχει η αίσθηση ότι υπάρχουν κανόνες που είναι για όλους; Ή υπάρχει η αίσθηση ότι όποιος είναι ο πιο δυνατός, ο πιο ισχυρός είτε σωματικά είτε οικονομικά θα μπορεί να κάνει ότι θέλει και όλα τα υπόλοιπα άτομα βρίσκονται άξια της μοίρας τους», είπε η κ. Παπαθανασίου.
Ποια είναι η λύση
Η Ελληνική Αστυνομία έχει εκπονήσει από πέρυσι σχέδιο για τη χαρτογράφηση της εγκληματικότητας ανηλίκων. Στο πλαίσιο αυτό κλιμάκια πραγματοποιούν τα βράδια Παρασκευής και Σαββάτου ελέγχους σε πλατείες, πάρκα και πεζόδρομους που συχνάζουν ανήλικοι.
Είναι όμως αρκετές αυτές οι ενέργειες;
«Η Ελληνική Αστυνομία δεν έχει καμία εκπαίδευση για να αντιμετωπίσει, για να κρίνει και να χειριστεί οποιοδήποτε τέτοιο φαινόμενο. Δεν μπορούμε να απαντήσουμε στη βία με βία. Ειδικά σε αυτές τις ηλικίες. Ειδικά σε αυτές τις ηλικίες πρέπει να εξηγήσουμε το γιατί αυτό δεν είναι ο σωστός τρόπος να αντιμετωπίζονται τα πράγματα. Τι είναι λάθος με τη βία, τι είναι λάθος με αυτή την αντιμετώπιση. Η είσοδος της αστυνομίας σε αυτή τη συζήτηση είναι πολύ πιθανό να πυροδοτήσει περισσότερη βία ή περισσότερο εκφοβισμό και όχι να απαντήσει αυτά τα προβλήματα», ανέφερε η κ. Παπαθανασίου.
Ποιο είναι το μοντέλο που μπορεί να βελτιώσει την κατάσταση;
«Πρέπει να ενισχύσουμε με κάθε τρόπο το εκπαιδευτικό σύστημα. Εκεί παίζεται το βασικό σενάριο του δράματος. Να έχουμε επαρκείς υπηρεσίες που να καλύπτουν τις ανάγκες των παιδιών των παιδιών και των εφήβων σε επίπεδο ψυχικής υγείας. Αναφέρομαι σε δήμους, σε κοινότητες, στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και το ΕΣΥ. Και τέλος πρέπει να οργανώσουμε πιλοτικές παρεμβάσεις σε κοινότητες, σε δήμους που παρουσιάζουν πρόβλημα. Παρεμβάσεις πρόληψης, παρεμβάσεις ολιστικές. Να βρούμε έναν ζωτικό χώρο όπου αυτή η βία να γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας, ψυχικής επεξεργασίας, νοηματοδότησης και όχι απλά καταστολής. Αν εμείς μπορούμε να πούμε κάτι σαν ειδικοί ψυχικής υγείας, είναι για την πρόληψη και την περίεξή της. Όχι για την καταστολή, αυτή είναι δουλειά άλλων», είπε ο κ. Στυλιανίδης.
Παραμένει λοιπόν ανοιχτό το ερώτημα του τι είναι διατεθειμένη να κάνει η Πολιτεία.
Μπορεί να μπει φρένο στη νεανική παραβατικότητα;
Μιλώντας στις «Εξελίξεις Τώρα» ο ψυχολόγος Αλέξανδρος Καλαβρής επεσήμανε πως δεν πρόκειται για ένα αμιγώς κοινωνικό φαινόμενο, αλλά για ένα σύνθετο και πολύπλοκο ψυχοκοινωνικό ζήτημα, το οποίο απαιτεί και ανάλογες πρωτοβουλίες από την πολιτεία.
Σύμφωνα με τον ίδιο, το σχολείο και οι εκπαιδευτικοί είναι αυτοί που χρειάζονται στήριξη, ενώ στήριξη χρειάζονται και οι γονείς.