Όταν το 2020 ο 10χρονος τότε γιος της οικογένειας του αστυνομικού της Βουλής είχε σωθεί από θαύμα, πέφτοντας από τον 3ο όροφο, ακόμα και τότε, κανείς δεν έψαξε παραπάνω για να βρει την αιτία που οδήγησε το παιδί σε αυτήν την πράξη παρά αρκέστηκαν στα ψέματα των γονιών ότι ήταν ατύχημα.
Τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας ωστόσο, θυμούνται με λεπτομέρειες τα όσα προηγήθηκαν και οδήγησαν τον αδελφό τους στο κενό.
«Οι γονείς μας έλειπαν από το σπίτι. Εμείς παίζαμε και είχαμε κλειδώσει την αδελφή μας στο δωμάτιο. Της είχαμε όμως, πετάξει το κλειδί κάτω από την πόρτα για να ανοίξει αλλά εκείνη δεν το έβρισκε. Πήρε πρώτα τηλέφωνο η μαμά και της το είπαμε κι ύστερα πήρε και ο μπαμπάς. Του λέμε τι έγινε κι εκείνος είπε στον αδελφό μας ότι όταν γυρίσει σπίτι εκείνος θα την πληρώσει και ότι θα τον χτυπήσει γιατί είχε αφήσει εκείνον υπεύθυνο. Φοβηθήκαμε όλοι αλλά και ο αδελφός μου τρόμαξε πιο πολύ. Ήθελε να φύγει κι έπεσε από το μπαλκόνι για να σωθεί», είπε η 13χρονη κόρη της οικογένειας.
Μία τέντα είχε σώσει τότε το παιδί από βέβαιο θάνατο. Οι συγγενείς της οικογένειας είχαν αναστατωθεί και κανείς δεν πείστηκε ότι το παιδί έπεσε κατά λάθος.
«Πάθαμε σοκ. Πήραμε να ρωτήσουμε τι έγινε, πώς είναι και πώς έγινε και λέει είναι στο νοσοκομείο και δε ξέρουν και έχει κάτι σπασμένα πλευρά και είπαν μια ηλίθια δικαιολογία, του τύπου ότι ανέβηκε στις καρέκλες να πάρει κάτι παιχνίδια από μία κούτα και έπεσε, γλίστρησε κι έπεσε. Και λέμε «καλά, πώς είναι δυνατόν;» Το παιδάκι ήταν 10 χρονών. Δεν ήταν 2, 3 χρονών να πεις ότι ανέβηκε κάπου και έχασε την ισορροπία του κι έπεσε. Ένα ολόκληρο παιδί. Βέβαια, εντάξει. Εμείς, επειδή τον ξέρουμε, καταλάβαμε ότι δεν ισχύει αυτή η δικαιολογία», ανέφερε συγγενής του αστυνομικού.
Τα όσα είχαν προηγηθεί της πτώσης, περιέγραψε στους αστυνομικούς μετά τη σύλληψη του πατέρα και η 12χρονη σήμερα, κόρη της οικογένειας.
«Ο πατέρας μας μας έβριζε και μας απειλούσε για το τι θα μας κάνει ότι γυρίσει σπίτι. Φοβηθήκαμε πολύ. Κι ύστερα όταν ήρθε και η μαμά από τη δουλειά της, βρήκαμε το κλειδί και ξεκλειδώσαμε τελικά την αδελφή μας. Λέγαμε όλοι ότι θα πηδήξουμε από το μπαλκόνι αλλά ξαφνικά, είδαμε τον αδελφό μου να παίρνει τα παπούτσια του και καταλάβαμε ότι όντως θα το κάνει. Του είπαμε ”τι κάνεις; μη το κάνεις αυτό”. Μετά ακούσαμε ένα ουρλιαχτό και καταλάβαμε ότι έπεσε. Έπεσε από το μπαλκόνι, γιατί ήθελε να φύγει πριν γυρίσει ο πατέρας μας».
Σιωπηρές κραυγές
Τα μέλη της οικογένειας, ζούσαν μονίμως υπό τον φόβο του τύραννου πατέρα. Ασυναίσθητα, κάποιες φορές, τα παιδιά επικοινωνούσαν την φρίκη που ζούσαν, οι υπόκωφες κραυγές τους, όμως, δεν εισακούστηκαν ποτέ. Όπως τότε, όταν ένα από τα κορίτσια είχε περιγράψει στην έκθεσή της με τίτλο «Πείτε μας ένα γεγονός που σας συντάραξε», την βουτιά στο κενό του αδελφού της.
Ο γιος, είχε αναλάβει τον ρόλο του προστάτη της οικογένειας, όπως του υποδείκνυε ο 45χρονος αστυνομικός, τον οποίο το παιδί είχε σαν πρότυπο. Και η τιμωρία στην ανυπακοή ήταν τόσο σκληρή που το παιδί έφτασε στο σημείο να προτιμήσει να πηδήξει από το μπαλκόνι από το να την υποστεί.
«Το 2020 ο γιος μου έφτασε στο σημείο, φοβούμενος ότι όταν θα γύριζε στο σπίτι ο πατέρας του θα τον έδερνε για μια αταξία που είχαν κάνει τα μικρά, πήδηξε από τον 3ο όροφο του σπιτιού μας. Τότε μάλιστα, είχαν έρθει και αστυνομικοί από το Ανηλίκων αλλά και πάλι το είχαμε καλύψει με ψέματα», είπε η 35χρονη σύζυγος του αστυνομικού.
Οι απειλές δεν σταματούσαν ποτέ. Κι όλοι έπρεπε να συμμορφώνονται στα όσα ο πατέρας τους έλεγε να πουν και να κάνουν. Περισσότερο από όλους, το αγόρι.
«Τρόμαξε, επειδή θα γύρναγε ο μπαμπάς του και θα τον έδερνε για μία αταξία, το παιδάκι θέλησε να αυτοκτονήσει; Τόλμαγε να πει κάτι διαφορετικό από εκείνον; Δεν τόλμαγε να πει. ”Έπεφτε” δασκάλεμα. Ότι ”εάν ερωτηθείτε” – και σε εκείνη και στα παιδιά – ”θα πείτε αυτό, αυτό κι αυτό. Γιατί αν δεν το πείτε, όταν θα γυρίσουμε στο σπίτι, αυτό που έχετε τραβήξει μέχρι τώρα, είναι ένα τίποτα σ’ αυτό που θα σας κάνω”. Ήταν η μόνιμη απειλή αυτή. Ότι ”τώρα θα δεις τι θα γίνει”, είπε συγγενής του αστυνομικού.
Χρειάστηκε να περάσουν τέσσερα χρόνια από εκείνο το βράδυ που το αγόρι κόντεψε να πεθάνει, τέσσερα χρόνια ώσπου να πάψουν πια αυτά τα παιδιά να ζουν αυτόν τον αδιανόητο εφιάλτη και σχεδόν οκτώ απ’ όταν ξεκίνησε.