Ο Γιώργος Μαστοράκης, λογιστής του αγνοούμενου Μανώλη Δράικου, μίλησε στην κάμερα του «Τούνελ» για την τελευταία επικοινωνία που είχε μαζί του.
«Μιλήσαμε στα τέλη Δεκεμβρίου αλλά το τελευταίο μήνυμα που μου έστειλε ήταν στις 4 Ιανουαρίου. Μία μέρα νωρίτερα μου είχε στείλει ευχές για τον καινούργιο χρόνο. Μου έγραφε για μία πώληση που ήταν να κάνει ενός οικοπέδου στους Θρακομακεδόνες, το οποίο δεν το γνώριζα και για ένα σπίτι στην Οινόη. Μου έλεγε ότι ήθελε να τα πουλήσει όλα ή να τα γράψει στην Αρχιεπισκοπή. Στις 27 Δεκεμβρίου μου είχε στείλει φωτογραφίες της θωρακισμένης πόρτας του. Τον ρώτησα εάν την παραβίασαν και μου απάντησε πως απλώς ενίσχυσε ακόμα περισσότερο τα μέτρα ασφαλείας του. Κάτι φοβόταν, όμως δε μου είχε πει ποτέ τι ήταν αυτό», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κύριος Μαστοράκης.
Ο ίδιος μίλησε και για τη συγγραφική ιδιότητα του αγνοούμενου, καθώς είχε εκδώσει ποιήματά του με βιώματα και στοχασμούς.
«Στα ποιήματά του μιλάει πιο πολύ για τη μάνα του και για τη γυναίκα γενικότερα. Οι γυναίκες δηλαδή τον κάνουν ότι θέλουν. Μόνο για μία Στέλλα είχαμε μιλήσει. Μου είχε πει ότι την είχε φιλενάδα, αλλά επειδή δεν μπορούσε να κάνει παιδιά, δεν ήθελε να την παντρευτεί. Ήθελε μία γυναίκα που να μπορεί να τεκνοποιήσει για να αφήσει στα παιδιά όλα τα ακίνητα που είχε», πρόσθεσε ο λογιστής του αγνοούμενου.
Τα χρήματα από την πώληση του ακινήτου πιστεύει πως είναι η αιτία της εξαφάνισης του άτυχου άνδρα.
«Τον είχα προειδοποιήσει πως θα φάει το κεφάλι του και πως δεν μπορεί να έχει τόσα χρήματα στο σπίτι. Δεν άκουγε και πήγαινε στην τράπεζα και έκανε αναλήψεις. Έλεγε πως θα τα έβαζε στα χρηματοκιβώτια που έχει στο σπίτι του και πως δεν θα μπορούσε κανένας να τα σηκώσει. Στις 30 Ιανουαρίου με κάλεσε μία πελάτισσα να μου πει πως είδε τον Μάνο στο Silver Alert. Του τηλεφώνησα εκείνη την ημέρα και μου έκανε εντύπωση γιατί καλούσε. Λογικά θα έπρεπε να είχε κλείσει, γιατί είχαν περάσει αρκετές ημέρες. Δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να εξαφανιστεί, ίσα – ίσα, τώρα που είχε αποκτήσει και χρήματα, ήθελε να ζήσει τη ζωή του. Εγώ νομίζω πως για να μην βρεθεί το σπίτι του παραβιασμένο, τον πήγαν εκεί και τον ανάγκασαν να ανοίξει τις πόρτες και τα χρηματοκιβώτια, πήραν ότι ήταν να πάρουν και μετά τον εξαφάνισαν», κατέληξε.