Το “σπίτι” με τα κόκκινα φανάρια ονομάζεται “Μπαρ της Φρύνης”. Σ’ αυτό ζουν: η Ελένη, μια παράξενη κοπέλα που μεγάλωσε στις όχθες του Δούναβη και σπούδασε γλυπτική στο Βουκουρέστι, αλλά την οποία έφερε στην Ελλάδα η λαίλαπα του πολέμου, η Μαίρη, η οποία ερωτεύεται παράφορα το άπειρο στον έρωτα, ξανθό αγόρι που επισκέπτεται το “σπίτι”, η Μαρίνα, άβουλο πλάσμα στα χέρια του αδυσώπητου εραστή της, η ‘Αννα, η οποία κρατά καλά κρυμμένο το μεγάλο της μυστικό- την υπάρξη ενός παιδιού το οποίο και σπουδάζει κρυφά – και η Μυρσίνη -μια νεοφερμένη στον χώρο πόρνη- η μόνη που είναι σε θέση να συλλάβει τις αλλαγές της εποχής.
Η ταινία “Τα κόκκινα φανάρια” αποτελεί ένα τολμηρό κοινωνικό δράμα, αλλά ταυτόχρονα και ένα χρονικό των τελευταίων ημερών της ζωής και του κλίματος που επικρατούσε στα κακόφημα “σπίτια”, στην Τρούμπα του Πειραιά. Εκεί, οι σύγχρονες εταίρες, άμεσες απόγονοι της φημισμένης Φρύνης και των θεραπαινίδων της θεάς Αφροδίτης, ξεκούραζαν στα λευκά σεντόνια των κρεββατιών τους, τους ταξιδιώτες που συναντούσαν στο μεγάλο λιμάνι. Η ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη παραμένει μια από τις ελάχιστες ελληνικές ταινίες που προτάθηκαν για ‘Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας και εκπροσώπησε επάξια την χώρα μας στο φεστιβάλ των Καννών του 1963. Μέσα στις πέντε-συν-μία (αυτή του ηλικιωμένου ζευγαριού) παράλληλες ιστορίες της ταινίας, παρακoλουθούμε τα όνειρα ενός κόσμου καθηλωμένου στο “περιθώριο”, στον βυθό της κοινωνίας, και την εναγώνια – συχνά μάταιη – προσπάθεια των μελών του να ξεφύγουν απ’ αυτό.