Οι φίλοι Γουάλι και Ντέιβ έχουν ένα σταντ πώλησης εφημερίδων στην Νέα Υόρκη και είναι τόσο αντίθετοι μεταξύ τους, όσο μπορεί να είναι δυο κολλητοί. Ο Γουάλι είναι βροντόφωνος, οξύθυμος, θρασύς και αναιδής. Από την άλλη, ο Ντέιβ είναι ήσυχος και ευγενικός, ένας κύριος με όλη τη σημασία της λέξης. Ο Γουάλι είναι τυφλός και ο Ντέιβ κουφός. Ο Γουάλι γίνεται τα αυτιά του Ντέιβ και ο Ντέιβ τα μάτια του Γουάλι, όταν ένας άνδρας βρίσκεται δολοφονημένος έξω από το σταντ των εφημερίδων τους, και, ανάμεσα από τους δύο, αυτοί είναι ο μοναδικός μάρτυρας. Ο Ντέιβ πιστεύει ότι είδε κάποιον – τουλάχιστον είδε τα πόδια της. Ο Γουάλι πιστεύει ότι οσμίστηκε κάποιον- φορούσε το άρωμα Σαλιμάρ. Η αστυνομία πιστεύει ότι βούτηξε τους πρώτους της κουφούς και τυφλούς δολοφόνους. Ακολουθεί μια ξεκαρδιστική καταδίωξη, καθώς οι δυο τους προσπαθούν να “καθαρίσουν” το όνομά τους. Στη συνέχεια, ο Γουάλι και ο Ντέιβ καταφέρνουν να ξεφύγουν και να ξεγελάσουν ολόκληρη την αστυνομική δύναμη της Νέας Υόρκης, όπως επίσης μια συμμορία που την αποτελούν μυστηριώδεις, αδίστακτοι εγκληματίες, συμπεριλαμβανομένης μιας όμορφης, αινιγματικής δολοφόνου και του ψυχρού συνοδού της. Ο Γουάλι και ο Ντέιβ ανακαλύπτουν ότι ενώνοντας τις δυνάμεις τους, μπορούν να υπερνικήσουν τις προσωπικές τους αναπηρίες – μερικές φορές με δραματικό τρόπο, αλλά τις περισσότερες με γέλιο – και στο τέλος, οι δυο τους καταλαβαίνουν σε βάθος τους εαυτούς τους και την κατάστασή τους στη ζωή.