Ο Θανάσης ζει με το παράπονο ότι ο πατέρας του δεν τον άφησε να σπουδάσει και να γίνει δικαστής. ‘Ετσι, έμεινε στο καφενείο που του άφησε ο μακαρίτης και προσπάθησε να εμφυσήσει την αγάπη του για τα γράμματα στα δύο του παιδιά: στον Αλέκο και στην Μπούλη. Ο Αλέκος έδωσε εξετάσεις στο Πολυτεχνείο και απέτυχε, γιατί τα θέματα ήταν… δύσκολα. ‘Ετσι, ο Θανάσης αναγκάστηκε να τον στείλει για σπουδές στην Ιταλία. Η Μπούλη, αντίθετα, είναι φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και έχει άλλου είδους προβλήματα: τα μαθήματα αρχίζουν πολύ πρωί κι αυτή δεν μπορεί να ξυπνήσει πριν από το μεσημέρι! Αλλά και ο Θανάσης έχει τις δικές του σκοτούρες. Για να ικανοποιήσει την παλιά του επιθυμία, έχει μετατρέψει το καφενείο του σε… δικαστήριο και, από την “έδρα του Προέδρου”, δηλαδή από τον πάγκο του καφετζή, προσπαθεί να διορθώσει τα στραβά του καιρού μας.
Η πραγματικότητα, όμως, διαψεύδει τα όνειρα του Θανάση. Η σημερινή νεολαία των ντισκοτέκ και των παννκ αμφισβητεί τις αρχές του. Αλλά και οι “πελάτες” του, κατήγοροι και κατηγορούμενοι, δεν πηγαίνουν πίσω. Πώς, λοιπόν, να μην γίνει… τρελός και πάσης Ελλάδος, σ’ αυτή την ξεκαρδιστική κωμωδία.
Με δυο λόγια: ‘Ενας καφετζής έχει μετατρέψει τον καφενέ του σε αίθουσα δικαστηρίου, για να ικανοποιήσει τη φιλοδοξία του να γίνει δικαστής.