Μια κάλπικη λίρα χρησιμεύει ως συνδετικός κρίκος τεσσάρων ιστοριών: 1) ‘Ενας χαράκτης ξοδεύει εκατό χρυσές λίρες για να φτιάξει μια ψεύτικη λίρα που κανείς δεν θέλει 2) ‘Ενας ψευτοτυφλός και μια πόρνη μαλώνουν 3) ‘Ενας φιλάργυρος δέχεται να εξαργυρώσει την ψεύτικη λίρα για να βοηθήσει ένα ορφανό 4) Η λίρα, αφού μπαίνει σε μια βασιλόπιτα, γίνεται αιτία της ένωσης και, στη συνέχεια, του χωρισμού μεταξύ ενός φτωχού ζωγράφου και μιας πλούσιας κληρονόμου.
Μέσα από τα τέσσερα, λίγο πολύ αυτόνομα σκετς της “Κάλπικης λίρας” ο Γιώργος Τζαβέλας συνοψίζει με τον καλύτερο ίσως τρόπο, όλες τις τάσεις του Ελληνικού κινηματογράφου στα μέσα της δεκαετίας του ’50: την κωμωδία, την ηθογραφία, το μελόδραμα και την αισθηματική κωμωδία. Σκηνοθετημένη με ελάχιστα μέσα, η ταινία είναι ιδιοφυής, ευρηματική, καλογυρισμένη, ευαίσθητη και λίγο μελαγχολική.
Οι αρετές της αυτές, που την καθιστούν μια από τις σημαντικότερες ταινίες στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, της επέτρεψαν να συμμετάσχει στα φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι το 1955, της Βενετίας το 1956 και του Μπάρι την ίδια χρονιά, εκπροσωπώντας επίσημα τη χώρα μας. Τον Απρίλιο του 1985, η Πανελλήνια ‘Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) την εξέλεξε ως μια από τις δέκα καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών.