Ο κύριος Ηρακλής Λεοντόπουλος, έκτακτος δημόσιος υπάλληλος, με μισθό πείνας, έχει κληρονομήσει ένα τριόροφο που το έχει νοικιάσει, ενώ ο ίδιος μένει κάπου αλλού με νοίκι. Το ενοικιοστάσιο δεν του επιτρέπει ούτε εξοχή να πάει, ούτε αύξηση να ζητήσει από τους ενοικιαστές του, που του χρωστούν μάλιστα κάμποσα νοίκια. Ο Ηρακλής είναι καλός και πονετικός άνθρωπος και τον εκμεταλλεύονται οι πάντες. ‘Oταν η δικηγόρος του τον συμβουλεύει να γίνει σκληρός, εκείνος, θέλοντας να ακολουθήσει τη συμβουλή της, ξεκινά με άγριες διαθέσεις να εισπράξει τα νοίκια.
ΛΗ ζωντοχήρα κυρία Κούλα του κάνει τα γλυκά μάτια, αλλά, πάνω στις γλύκες, εμφανίζεται ο πρώην άντρας της και ο Ηρακλής το σκάει άρον-άρον από το παράθυρο. ‘Εξω από το σπίτι του ενοικιαστή του άλλου σπιτιού του, όμως, του πέφτει η ταυτότητά του. ‘Ομως, ο ενοικιαστής αυτός είναι ένας ιεροψάλτης, ο οποίος την ίδια στιγμή ονειρευόταν ότι κάποιος τον έπνιγε. Ξυπνά, βάζει τις φωνές και ξεσηκώνει τη γειτονιά. Αλλά και Ηρακλής ενοχλείται κάθε ξημέρωμα από τα κακαρίσματα του κόκορα της σπιτονοικοκυράς του και, έτσι, αποφασίζει να τον πνίξει. Από δω και πέρα η ταυτότητα, η χήρα, η καλλονή, το πνίξιμο του κόκορα, η δικηγορίνα και η μύτη του αστυφύλακα δημιουργούν τα πιο τρελά απρόοπτα…