Η απονομή του χρυσού μεταλλίου και ο εθνικός ύμνος της Ελλάδας έγραψαν τον επίλογο ενός ακόμη θριάμβου για τον κορυφαίο των κορυφαίων, τον Μίλτο Τεντόγλου.
Αυτή τη φορά έδειξε τα συναισθήματά του περισσότερο από ποτέ και τσαντίστηκε που δεν έκανε ρεκόρ. Αγχώθηκε αναμένοντας το τελευταίο άλμα του βασικού του αντιπάλου και πανηγύρισε με την καρδιά του.
Υποκλίθηκε, χαμογέλασε όσο ελάχιστες φορές στην απονομή και φούσκωσε από περηφάνια στον εθνικό ύμνο.
Ο κορυφαίος όλων των εποχών, ο πιο αγαπητός στον κόσμο, ο πιο οικείος, ο ένας από εμάς.
Ο ατακαδόρος,ο αθληταράς αγώνων που δεν χάνει ποτέ. Είτε νικήσει χαλαρά με το πρώτο είτε χρειαστεί να τους ξεράνει με το τελευταίο άλμα.
Ο απόλυτα ειλικρινής, ο προσγειωμένος, ο ανθρώπινος, αυτός που ξεκίνησε μόνος και ασυνόδευτος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο στα 19 του για να κατακτήσει στα 25 τα πάντα.
Εκείνος που κόντρα σε τυπικότητες πέφτει πρώτα στην αγκαλιά του παππού του που με δυο μπαστούνια έφτασε στη Βουδαπέστη για να τον καμαρώσει. Κι ήταν μόνο αυτή η αγκαλιά που τον ένοιαζε. Κι ας πήγαν κάποιοι να εκμεταλλευτούν το πλάνο στο ξενοδοχείο για τα παραγοντικά, επειδή δήθεν αγνόησε τον αντιπρόεδρο του ΣΕΓΑΣ.
Του αρέσει να μη λέει πολλά, του αρέσει να κοιτάει ψηλά. Το 1994 που το έγραψαν τα «Υπόγεια Ρεύματα» δεν είχε έρθει στη ζωή.
Όταν… προέκυψε πάντως ο Μιλτιάδης Τεντόγλου, έτσι αποφάσισε να πορευτεί και έτσι τον έπλασε ο κορυφαίος δάσκαλος του ελληνικού αθλητισμού. Ο Γιώργος Πομάσκι, που έδωσε πολλά στην Ελλάδα κι εμείς τον κεράσαμε… Τεντόγλου.
Κέρασμα που κάνει εκείνον να σπαράσσει από συγκίνηση γι’ αυτό το σπάνιο παιδί, κι εμάς να βγάζουμε τη φωτογραφία της χρονιάς.
Τον Γιώργο, για τον Μίλτο του, για τον Μίλτο μας.