Νεκρή εντοπίστηκε, από περαστικό, στη μέση του δρόμου στην περιοχή της Πάρνηθας, μια γυναίκα περίπου 40 ετών, το πρωί της Πέμπτης.
Η δολοφονία της 40χρονης έγινε σε πολυσύχναστο σημείο του Μενιδίου, στη συμβολή των οδών Πάρνηθος και Αριστοτέλους, που υπάρχουν καταστήματα. Έτσι, παρά το γεγονός ότι το περιστατικό συνέβη στις 06:00 τα ξημερώματα, υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες.
Την κατακρεούργησε με 17 μαχαιριές
Ο 50χρονος κατακρεούργησε την εν διαστάσει σύζυγό του με 17 μαχαιριές.
«Σκότωσα τη γυναίκα μου και δεν το μετανιώνω». Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια του 50χρονου που σκότωσε σήμερα, Πέμπτη 16 Μαΐου, την εν διαστάσει σύζυγό του στο Μενίδι.
Ο δράστης της γυναικοκτονίας εμφανίστηκε αμετανόητος στην ανάκρισή του στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών, όπου μεταφέρθηκε από το ΑΤ Καματερού, αφότου συνελήφθη στην οδό Πάρνηθος, όπου εντοπίστηκε σε ελαφριά κατάσταση μέθης σε οικοδομή που δούλευε ως οικοδόμος.
«Μου έτρωγε λεφτά. Διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση εδώ και πολλά χρόνια με διαφορετικούς άνδρες. Δεν μπορούσα να βλέπω τον φίλο της να οδηγεί το αυτοκίνητο και φωτογραφίες του στο Facebook». Το ζευγάρι είχε χωρίσει τον Μάρτιο και η γυναίκα είχε φύγει από το σπίτι.
Αυτά που ανέφερε ωστόσο ο 50χρονος φέρεται να μην ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα καθώς επρόκειτο για μία γυναίκα, σύμφωνα με τους γείτονές της, αξιοπρεπή, που καθάριζε ρους κοινόχρηστους χώρους αφιλοκερδώς.
Ο 50χρονος ομολόγησε πως ήξερε τι ώρα φεύγει για την δουλειά της και της είχε στήσει καρτέρι.
«Η κοπέλα “χάθηκε” άδικα» – Συγκλονίζει φίλη της άτυχης 40χρονης
Φίλη της 40χρονης μίλησε στην «Κοινωνία ώρα MEGA» για την άτυχη κοπέλα και για το τι βίωνε.
«Την είχα γνωρίσει πριν από 6 χρόνια στην ομάδα ψυχοθεραπείας που ερχόταν, για να τη βοηθήσω πώς να διαχειριστεί αυτόν τον άνθρωπο. Τελικά βοηθήθηκε, έμεινε μόνη της σε άλλο σπίτι με τα παιδιά της. είχαμε καιρό να την δούμε, από τότε που πήρε το σπίτι δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να έρθει για ψυχοθεραπεία. Ξέραμε γι΄αυτόν τον άνθρωπο ότι την παρακολουθούσε πολλά χρόνια, την χτυπούσε, είχε πάει στην αστυνομία, η αστυνομία δεν είχε κάνει τίποτα, άφηναν ελεύθερο αντί να τον κλείσουν σε μια ψυχιατρική κλινική. Αφού στις φυλακές δεν χωράνε οι δολοφόνοι να τους κλείσουν στις ψυχιατρικές. Αλλά δεν το κάνουν, ποτέ», είπε αρχικά.
«Η κοπέλα «χάθηκε» άδικα. Αλλά τι να κάνει; Να πάει με τα νερά του; Είχε να έρθει πολύ καιρό. Ο γιατρός τον είχε γνωρίσει μία φορά και της είχε πει να μείνει μακριά. Αυτός ήταν αλκοολικός. Αυτός θα βγει από τη φυλακή, σε 10-15 χρόνια, πόσο είναι τα ισόβια. Αυτά τα παιδιά πώς θα ζήσουν; Ποιος ζει χωρίς μάνα; Και το κορίτσι της που την είδε νεκρή. Είχε γνωρίσει έναν σύντροφο και της έλεγα, «δεν μπορεί αυτός ο σύντροφος να κάθεται μαζί σου και να σε προστατεύει; Δεν είχε προστασία από πουθενά, δεν ξέρω αν είχε γονείς», συμπλήρωσε.
Τον είχε καταγγείλει 3 φορές
Η 40χρονη γυναίκα βίωνε ένα μαρτύριο από τον εν διαστάσει σύζυγό της, καθώς τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας ήταν αρκετά, με την πρώτη καταγγελία να γίνεται το 2003 και την τελευταία πριν από σχεδόν 10 ημέρες.
Μάλιστα, το τελευταίο συμβάν με πρωταγωνιστές την 40χρονη και τον 50χρονο πρώην σύζυγό της έγινε κάτω από το νέο σπίτι που είχε βρει η γυναίκα με τα δύο της παιδιά, με τους γείτονες να ανησυχούν και να ειδοποιούν την Άμεση Δράση.
Από την εργασία της 40χρονης ειδοποιήθηκε και η κόρη της. Έτσι, αφού έμαθε τι είχε συμβεί στη συμβολή των οδών Πάρνηθος και Αριστοτέλους, πήγε στους αστυνομικούς με τη φωτογραφία της μητέρας της για να δει αν είναι αυτή το θύμα.
Πώς φτάσαμε στη νέα γυναικοκτονία – Ειδικοί αναλύουν
«Δυστυχώς τείνει να γίνει όλο αυτό μια συλλογική νόσος και μάλιστα φτάνει στα όρια της κοινωνικής μάστιγας. Είναι άκρως ανησυχητικό ότι περίπου κάθε 45 λεπτά έχουμε και ένα περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας το οποίο δεν γνωρίζουμε ποιο θα είναι το αποτέλεσμά του», λέει, μιλώντας στο MEGA , η πρόεδρος της επιτροπής δικαιωμάτων ΠΟΑΣΥ, Σοφία Βαγενά.
«Η Αστυνομία ενήργησε κατά γράμμα»
«Πρέπει να υπάρξει μια ενιαία, συντονισμένη πολιτική, όχι μόνο προς ενημέρωση αλλά προς δράση, έτσι ώστε να μπορεί να υπάρχει ένα σύστημα το οποίο να ελέγχεται και να αξιολογείται για να μην επαφίεται στην καλή θέληση του εκάστοτε λειτουργού. (…) Υπάρχουν τα λεγόμενα red flags τα οποία θα πρέπει όχι απλά να ενημερώνουμε τον κόσμο και ιδίως τις γυναίκες, αλλά θα πρέπει να γίνονται δράσεις πρακτικές μέσα στην ίδια την κοινωνία, το σχολικό περιβάλλον».
Η ίδια συμπληρώνει πως:
«Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο πρώτος κρίκος, που είναι ο πιο σημαντικός και η πρώτη επαφή του θύματος με τις Αρχές, είναι η Αστυνομία που ακολούθησε το πρωτόκολλο. Έχουμε μια περίπτωση στην οποία η Αστυνομία έχει τηρήσει κατά γράμμα. Ο επόμενος κρίκος είναι η άμεση και δίκαιη απονομή της Δικαιοσύνης».
«Δεν είναι τυχαίο που οι δολοφόνοι των γυναικών αυτών έχουν τα κλειδιά του σπιτιού τους, δεν είναι τυχαίο που, συνήθως, μετά από καταγγελίες, βλέπουμε ότι αυξάνετε η αγριότητα και η ένταση αυτών των δραστών απέναντι στα θύματα», καταλήγει.
«Ανθρώπινο τέρας»
Από την πλευρά του και αναφερόμενος στην υπόθεση, ο ειδικός αστυνομικός αναλυτής, Σταύρος Μπαλάσκας, αναφέρει:
«Το πρόβλημα είναι ότι μερικοί νομίζουν ότι ό,τι είναι δίκαιο είναι και ηθικό. Δεν υπάρχει πάντα αυτή η αλληλουχία. Στην προκειμένη περίπτωση οτιδήποτε έκανε ο εισαγγελέας ήταν σύννομο, άρα δίκαιο, δεν ήταν όμως ηθικό. Είχε το περιθώριο, μέσα σε ένα τριήμερο, να τον απομονώσει, να τον δώσει στη ΓΑΔΑ, να τον κρατήσουν, να δικαστεί και να τον χώσει φυλακή. Είχε τον φάκελο και των τριών περιπτώσεων από το 2013 και θα μπορούσε να κρίνει».
Όπως λέει ο ίδιος:
«Ήταν κουζινομάχαιρο και πήγε όλο μέσα. Συν τοις άλλοις τα χέρια της ήταν τρύπια σαν του Χριστού. Σημαίνει ότι η κοπέλα κινήθηκε αμυντικά. Έριξε όλη τη μανία του, ήταν ένα ανθρώπινο τέρας. (…) Μέχρι να τον πιάσουν οι αστυνομικοί είχε πιει 25 κουτάκια μπίρας».
«Το πρώτιστο μέλημα των ιατροδικαστών, να έχουμε απαντήσεις»
Αναφερόμενος στο συμβάν, ο πρόεδρος της Ελληνικής Ιατροδικαστικής Εταιρείας, Γρηγόρης Λέων, επισημαίνει:
«Στα παλιότερα χρόνια το λέγαμε έγκλημα πάθους, δηλαδή άνθρωποι οι οποίοι ήταν συναισθηματικά φορτισμένοι, συνδεδεμένοι με το θύμα, προσπαθούσαν όχι απλά να πλήξουν μια φορά το θύμα και αν συμβεί το μοιραίο, αλλά προσπαθούσαν πραγματικά να οδηγήσουν το θύμα στον θάνατο και μάλιστα με πολλαπλά πλήγματα. (…) Σύμφωνα με τη δική του σκέψη, δεν είχε κανέναν λόγο να κρυφτεί από κανέναν. Το ότι αφήνω το όργανο πάνω στο θύμα είναι βέβαιο ότι θα οδηγηθώ στον δράστη άρα δεν τον ενδιέφερε καθόλου άμα θα βρεθεί ή όχι».
Όπως λέει ο ίδιος:
«Αυτός που έχει την αποκλειστική ευθύνη για τον περιορισμό του χώρου είναι η προανακριτική Αρχή. Όταν περιορίζεται ο χώρος, καλούμε τον ιατροδικαστή. Το πρώτο που πρέπει να δούμε είναι αν εκλήθη έγκαιρα ο ιατροδικαστής. Στη συνέχεια πηγαίνει να μελετήσει το σώμα σε σχέση με τον χώρο και μετά πηγαίνουν οι ειδικοί επιστήμονες της Αστυνομίας να μελετήσουν τον χώρο σε σχέση με το σώμα. Ο ιατροδικαστής, από την στιγμή που εκλήθη, πήγε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το πρώτιστο μέλημα και των προανακριτικών Αρχών και των ιατροδικαστών, είναι όταν θα φύγουμε από τον χώρο να έχουμε ασφαλείς απαντήσεις».
«Δε δικάζουμε με βάση το τι αισθάνεται ο καθένας»
Για τη δολοφονία της 40χρονης, μίλησε και ο δικηγόρος Αθανάσιος Τάρτης.
«Η νομική επιστήμη έχει συγκεκριμένους κανόνες και τρόπους λειτουργίας. Δε δικάζουμε, ούτε γίνεται η διαδικασία στο δικαστήριο με βάση το τι αισθάνεται ο καθένας. Το αδίκημα της ενδοοικογενειακής βίας είναι ένα πλημμέλημα αρμοδιότητας μονομελούς πλημμελειοδικείου. Όταν πηγαίνουμε στο αυτόφωρο, ο εισαγγελέας, και έτσι έγινε εδώ, διέταξε την παραπομπή του στο αυτόφωρο την ίδια ημέρα. Άρα φεύγει από τα χέρια του εισαγγελέα η υπόθεση. Δεν μπορούσε να τον κρατήσει περισσότερες ημέρες. Το τριήμερο είναι δικαίωμα αποκλειστικό του κατηγορουμένου. Αν δεν το ζητήσει ο κατηγορούμενος, δεν πας το τριήμερο».