Στα 29 του χρόνια κατηγορείται ότι βάφει τα χέρια του με αίμα και βάζει την υπογραφή του σε ένα από τα πιο σκληρά εγκλήματα των τελευταίων δεκαετιών.
Εφτά χρόνια μετά συλλαμβάνεται στη Μάλτα και το παζλ της διπλής δολοφονίας που συντάραξε την Αίγινα και ολόκληρη τη χώρα, δείχνει να συμπληρώνεται.
Θεία και ανιψιός ξυλοκοπήθηκαν άγρια και κάηκαν ζωντανοί μέσα στο σπίτι τους, για να μαρτυρήσουν που είχαν τα χρήματα που είχαν σηκώσει από τράπεζα, με τον 36χρονο σήμερα κατηγορούμενο να διαφεύγει και τελικά να προδίδεται από το DNA που βρέθηκε σε σκούφο του.
Οι φωτογραφίες που ανέβαζε στο διαδίκτυο τους 80 μήνες που κυκλοφορούσε ελεύθερος, η πορεία της αστυνομικής έρευνας που δεν σταμάτησε στο πέρασμα των χρόνων, μαζί με τις εικόνες που όσα χρόνια και αν περάσουν προκαλούν τα ίδια συναισθήματα, πλαισιώνουν τις εξελίξεις στην υπόθεση.
Το χρονικό
Το διπλό έγκλημα σημειώνεται τον Νοέμβριο του 2015. Οι δράστες μπαίνουν στο σπίτι, ξυλοκοπούν άγρια τα θύματά τους και αφού βρίσκουν τα χρήματα που ψάχνουν, βάζουν φωτιά, τόσο για να τους εξοντώσουν όσο και για να σβήσουν τα ίχνη τους.
Οι κηλίδες αίματος στους τοίχους του σπιτιού, μαζί με τα σπασμένα έπιπλα και τα τζάμια των παραθύρων, συμπύκνωναν το μαρτύριο που έζησαν η 70χρονη Ειρήνη Μαρμαρινού και ο 44χρονος ανιψιός της, Λάμπρος Πρωτονοτάριος.
Όπως φάνηκε από την άρση τραπεζικού απορρήτου, λίγες μέρες πριν το διπλό έγκλημα η 70χρονη είχε προχωρήσει σε αναλήψεις από τράπεζα ύψους 800.000 ευρώ. Κάτι που όπως φαίνεται γνώριζαν οι δράστες, που μπήκαν αποφασισμένοι να πάρουν τα χρήματα και να σκοτώσουν.
Οι «σκόπελοι» στον δρόμο της εξιχνίασης
Όπως είχε αποκαλύψει πριν από έναν χρόνο το LIVE NEWS, οι εργαστηριακές αναλύσεις οδήγησαν σε έναν κύκλο 60 υπόπτων, με όλους όπως διαπιστώθηκε να ζουν στο ίδιο χωριό της Αλβανίας και να έχουν συγγενική σχέση μεταξύ τους.
Ένας από αυτούς τη μέρα του εγκλήματος βρισκόταν στην Αίγινα όπου εργαζόταν αλλά πρόλαβε να διαφύγει. Πέρασε στη Μάλτα και από κάποια στιγμή και μετά, πίστεψε, όπως φαίνεται, πως είχε γλιτώσει οριστικά και πως υπόθεση είχε κλείσει ως ανεξιχνίαστη.
Ανέβαζε βίντεο και φωτογραφίες στους διαδικτυακούς του λογαριασμούς από διακοπές και ταξίδια αναψυχής, με τις Αρχές να συνεχίζουν αθόρυβα, δίχως να κινήσουν τις υποψίες του.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Βασίλη Λαμπρόπουλου, επειδή η ποσότητα του γενετικού υλικού που βρέθηκε στο σπίτι του φονικού ήταν μικρή, οι αναλύσεις οδήγησαν στον εργάτη αλβανικής υπηκοότητας και στους στενούς συγγενείς του, με τις ελληνικές Αρχές να προσπαθούν από την πρώτη στιγμή να βρουν ένα κώδικα επικοινωνίας με τους συναδέλφους τους στη γειτονική χώρα, για να πέσει άπλετο φως.
Ο 36χρονος είναι για μήνες ο βασικός ύποπτος αλλά αρχικά τα στοιχεία που υπάρχουν δεν είναι αρκετά για να στοιχειοθετηθεί κατηγορία σε βάρος του. Όλα αυτά μέχρι να βρεθεί DNA του, έξω από τον τόπο του εγκλήματος, πάνω σε σκούφο που φορούσε και του έπεσε μετά τη δολοφονική επίθεση.
Αστυνομικοί στη Μάλτα πήραν αποτυπώματα από τον 36χρονο και όταν ταυτοποιήθηκαν με εκείνα του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ειδοποίησαν τις ελληνικές Αρχές.
Μέχρι σήμερα παραμένει άγνωστο τι απέγιναν τα χρήματα που υπήρχαν μέσα στο σπίτι και ποιοι ήταν οι συνεργοί στο διπλό φονικό, με τις διαδικασίες για την έκδοση του 36χρονου κατηγορούμενου στην Ελλάδα, να βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη.
«Και δεύτερος δράστης»
Σε συνέχεια του θέματος και σε μια νέα αποκάλυψη, ο δημοσιογράφος των εφημερίδων «Τα ΝΕΑ» και «Το ΒΗΜΑ», Βασίλης Λαμπρόπουλος, ανέφερε πως η ΕΛ.ΑΣ ήξερε από την πρώτη στιγμή το DNA του 36χρονου που συνελήφθη.
«Η ΕΛ.ΑΣ ήξερε από την πρώτη στιγμή το DNA του δράστη, από έναν full face σκούφο που βρέθηκε σε έναν κάδο απορριμμάτων».
Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο, στον ίδιο σκούφο βρέθηκε και DNA των θυμάτων.
Ζήτημα τώρα προκύπτει με τον αριθμό των δραστών, καθώς οι πληροφορίες αναφέρουν ότι την ίδια περίοδο που ο 36χρονος έφυγε άρον άρον από την Αίγινα, ένα συγγενικό του πρόσωπο εγκατέλειψε επίσης το νησί, με τις Αρχές να θεωρούν ότι σχετίζεται με τη δολοφονία.
Μεγάλο ερωτηματικό παραμένει και η πληροφόρηση που είχαν οι δράστες για τα χρήματα της οικογένειας, στην οποία φαίνεται να εργάζονταν.
Δεν είναι βέβαιο ακόμα αν υπήρχε τρίτο πρόσωπο που έδωσε την πληροφορία για τις 800.000 ευρώ, ενώ αναζητείται και το χρηματικό πόσο αλλά και ο τρόπος που μοιράστηκε μεταξύ των δραστών.